Toυ Σπύρου Δημητρίου,
Δικηγόρου -Υποδιευθυντή Φορολογικού Τμήματος KPMG
Αποτελεί αναμφίλεκτη διαπίστωση ότι το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης διεύρυνε υπέρμετρα το πεδίο δράσης των Πολυεθνικών Εταιρειών (ΠΕ), οι οποίες -στο πλαίσιο του σκοπού τους- έσπευσαν από την πλευρά τους να το αξιοποιήσουν. Η σπουδή προσαρμογής σε αυτό το περιβάλλον, το οποίο ούτε μπορούσε να είναι ούτε είναι κανονιστικά συμμετρικό από φορολογικής απόψεως, σε συνδυασμό με την τεχνοκρατική πρόσληψη των φορολογικών βαρών από τις ΠΕ, υπό την έννοια «εξόδου» που μειώνει -όπως άλλα έξοδα- το «ωφέλιμο αποτέλεσμα», ήτοι την απόδοση των επενδύσεων, είχαν ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη φορολογικών «πρακτικών» που σε αρκετές περιπτώσεις οδήγησαν σε δραστική μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των ΠΕ. To γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης το 2008 και την πίεση της κοινής γνώμης που η κρίση προκάλεσε σε πολλά επίπεδα, έχει διευρύνει τον κύκλο και το αντικείμενο της συζήτησης για την ηθική διάσταση των πρακτικών που αφορούν τον φορολογικό σχεδιασμό.
Στο παραπάνω πλαίσιο, η αντίληψη που είχε επικρατήσει επί μακρόν -ότι δηλαδή τα φορολογικά βάρη εκλαμβάνονται ως επιχειρηματικά έξοδα και άρα επιδέχονται περιορισμών- φαίνεται ότι κάμπτεται και δίνει τη θέση της στην αντίληψη ότι η ηθική υποχρέωση πληρωμής των φόρων μπορεί ακόμη και να υπερφαλαγγίζει τις εν στενή εννοία φορολογικές υποχρεώσεις, όπως προσδιορίζονται από το νόμο, προσδίδοντας στην καταβολή των φορολογικών βαρών έντονα στοιχεία κοινωνικά υπεύθυνης συμπεριφοράς. Η παραπάνω αντίληψη, όσον αφορά την εκπλήρωση των φορολογικών υποχρεώσεων, κατά μεγάλο μέρος έχει τις καταβολές της στην προσφάτως αναδυόμενη έννοια της «Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης», η οποία ουσιαστικά συνδέει τον εταιρικό σκοπό με το σεβασμό στο κοινωνικό σύνολο, αμφισβητώντας τη δυνατότητα των ΠΕ να εκμεταλλεύονται το φορολογικό περιβάλλον προκειμένου να μειώνουν τη φορολογική τους επιβάρυνση. Με λίγα λόγια, καθίσταται εμφανές ότι υπάρχει σαφής προαίρεση ανάδειξης του ζητήματος φορολογικής συμπεριφοράς στην κοινωνικοπολιτική ατζέντα, με ευρείες ηθικοπολιτικές προεκτάσεις.
Επειδή και ο φορολογικός σχεδιασμός έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης, θεμελιώδης καθίσταται η διάκριση ανάμεσα στον «θεμιτό φορολογικό σχεδιασμό», τα άκρα όρια του οποίου τίθενται κατά περίπτωση από την έννοια της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης, και της μη αποδεκτής και, εσχάτως, παράνομης «Φοροαποφυγής», όπως εισήχθη πρόσφατα ως έννοια στη φορολογική νομοθεσία.
Η έννοια της φοροαποφυγής (άρ.38, ΚΦΔ) συνίσταται σε κάθε «τεχνητή διευθέτηση» που στερείται οικονομικής και εμπορικής ουσίας, έχει ως αποτέλεσμα την αποφυγή φόρου και υφίσταται αφεαυτή, με σκοπό που αντίκειται στο πνεύμα του νόμου, παρότι φαίνεται ότι κινείται μέσα σε νόμιμο πλαίσιο. Αντιθέτως, τα αποτελέσματα του «θεμιτού φορολογικού σχεδιασμού» -ο οποίος επίσης κινείται μέσα σε νόμιμο πλαίσιο και έχει πράγματι ως αποτέλεσμα τη μείωση του φόρου- δεν συνιστούν αυτοσκοπό, αλλά συνέπεια ορθολογικών επιχειρηματικών επιλογών. Συνεπώς, ενώ η καταχρηστική φοροαποφυγή θεωρείται παράνομη και μπορεί να αναστραφεί σε περίπτωση φορολογικού ελέγχου, άλλες μορφές φορολογικού σχεδιασμού, εφόσον ευθυγραμμίζονται με τη έννοια της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης, μπορούν ευλόγως να θεωρούνται θεμιτές.
Επομένως, εάν ως προς τη φοροαποφυγή μπορεί να επιληφθεί -βάσει νόμου πλέον- η φορολογική διοίκηση, ως προς το «θεμιτό» του φορολογικού ανταγωνισμού μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο ως υπό διαμόρφωση θεσμικό αντίβαρο, η έννοια της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι τα κριτήρια που διαμορφώνονται στο πλαίσιο της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης, βάσει των οποίων μπορεί να τεκμαίρεται το κοινωνικώς παραδεκτό του θεμιτού φορολογικού σχεδιασμού, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν επιστημονικώς παραδεδεγμένα. Και πώς θα μπορούσαν άλλωστε, όταν η Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη συνιστά υπό διαμόρφωση έννοια, εκτός κανονιστικού πλαισίου. Αντιθέτως, βασίζονται σε εμπειρικές προσλαμβάνουσες, οι οποίες όμως, παρότι βρίσκονται κυρίως εκτός φορολογικού πλαισίου, ερείδονται σε πρακτικές της αγοράς. Στο παραπάνω πλαίσιο τα κριτήρια που «εμπειρικά» ξεχωρίζουν και που αναδεικνύουν τη συμβατότητα ή μη του φορολογικού σχεδιασμού με την Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη, είναι, αφενός μεν ο βαθμός στρέβλωσης του ανταγωνισμού που επιφέρει η μείωση του φορολογητέου εισοδήματος των ΠΕ από τη μεταφορά κερδών σε άλλες δικαιοδοσίες ως αποτέλεσμα σε σχέση με τις εγχώριες εταιρείες, αφετέρου δε η ένταση αποδόμησης της φορολογικής συνείδησης, που μπορεί να επιταθεί διά μέσου της νόμιμης -κατ’ αρχάς- αποφυγής φόρων.
Αναδημοσίευση από το Τεύχος 52 του CSR Review.