Τρεις οργανισμοί του ΟΗΕ καλούν τα ευρωπαϊκά κράτη να ενισχύσουν τους πόρους και την πρακτική υποστήριξη του εκπαιδευτικού τους συστήματος, ώστε να διασφαλίσουν ότι όλα τα παιδιά πρόσφυγες, αιτούντες άσυλο και μετανάστες μπορούν να έχουν πρόσβαση σε ποιοτική εκπαίδευση.
Στην ενημερωτική έκθεση που δημοσιεύουν σήμερα η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (Υ.Α.), το Ταμείο των Ηνωμένων Εθνών για τα Παιδιά (UNICEF) και ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (ΔΟΜ), αναλύονται τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν τα παιδιά και οι έφηβοι που γεννιούνται εκτός Ευρώπης κατά την πρόσβασή τους στην εκπαίδευση σε ευρωπαϊκά κράτη.
Σήμερα, ο αριθμός των παιδιών και των εφήβων που έχουν γεννηθεί εκτός Ευρώπης (συμπεριλαμβανομένων των πρόσφατα αφιχθέντων παιδιών προσφύγων και μεταναστών), που εγκαταλείπουν πρόωρα το σχολείο, είναι σχεδόν διπλάσιος σε σύγκριση με τον αριθμό των ημεδαπών παιδιών. Τα παιδιά αυτά έχουν επίσης χαμηλότερα μαθησιακά αποτελέσματα όταν δεν τους παρέχεται επαρκής υποστήριξη. Για παράδειγμα, 3 στους 4 ημεδαπούς μαθητές κατακτούν μαθησιακή επάρκεια στις φυσικές επιστήμες, την ανάγνωση και τα μαθηματικά, αλλά μόνο 3 στους 5 μαθητές, που έχουν μεταναστευτικό υπόβαθρο, σημειώνουν τα αντίστοιχα αποτελέσματα.
Μεταξύ των βασικών προκλήσεων που επισημαίνονται στην έκθεση είναι:
- οι ανεπαρκείς οικονομικοί πόροι,
- η ανεπάρκεια σε σχολικούς χώρους ή σε εκπαιδευτικούς με κατάρτιση στην εκπαίδευση παιδιών προσφύγων και μεταναστών,
- τα γλωσσικά εμπόδια,
- η έλλειψη ψυχοκοινωνικής υποστήριξης και τάξεων προετοιμασίας για την ένταξη στο σχολείο. Οι τελευταίες έχουν κρίσιμο ρόλο για τα παιδιά που έχουν μείνει για πολύ καιρό εκτός σχολείου ή που προέρχονται από διαφορετικά εκπαιδευτικά συστήματα.
Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας (3 έως 5 ετών) και οι έφηβοι (15 ετών και άνω) είναι ακόμα πιο πιθανό να μείνουν εκτός σχολείου, δεδομένου ότι συχνά βρίσκονται εκτός του πεδίου εφαρμογής της εθνικής νομοθεσίας για την υποχρεωτική εκπαίδευση.
Προκειμένου να βοηθήσει τα κράτη να αντιμετωπίσουν αυτές τις προκλήσεις και καθώς υπάρχουν διαφοροποιήσεις στον τρόπο συλλογής δεδομένων σε αυτό το θέμα, η έκθεση επικεντρώνεται σε παραδείγματα καλών και ελπιδοφόρων πρακτικών στην εκπαίδευση σε ολόκληρη την Ευρώπη και προβαίνει σε μια σειρά από συστάσεις.
Ανάμεσα στα ευρήματα της έκθεσης για την Ελλάδα επισημαίνεται ότι οι εγγραφές των παιδιών προσφύγων και μεταναστών στο σχολείο αυξήθηκαν κατά 44% από τον Ιούνιο μέχρι τον Δεκέμβριο του 2018 χάρη στις προσπάθειες του Υπουργείου Παιδείας να διασφαλίσει την πρόσβαση στην τυπική εκπαίδευση μέσα από μέτρα όπως η δημιουργία τάξεων υποδοχής. Επιπλέον αύξηση σημειώθηκε από το τέλος του Δεκεμβρίου του 2018 όπου υπήρχαν 11.500 εγγραφές, σε 12.867 εγγραφές μέχρι το τέλος του σχολικού έτους 2018-2019, σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Παιδείας. Η ενίσχυση των σχολικών εγγραφών μέσα από τον συντονισμό όλων των φορέων ήταν μια από τις καλές πρακτικές που αναδείχθηκαν στην Ελλάδα. Σε αυτή την κατεύθυνση, οι προσπάθειες του Υπουργείου Παιδείας στηρίζονται από την εθνική Ομάδα Εργασίας για την Εκπαίδευση, η οποία φέρνει κοντά σχετικούς φορείς και οργανώσεις που στηρίζουν τις οικογένειες μεταναστών και προσφύγων πριν και μετά την εγγραφή στο σχολείο. Παρά την εν λόγω πρόοδο, υπάρχει ακόμα ένα σημαντικό κενό για την εκπαίδευση των παιδιών που παραμένουν στα κέντρα υποδοχής των νησιών για μεγάλο διάστημα. Εκεί, η πλειοψηφία των παιδιών μένει εκτός σχολείου, σε αντίθεση με τους συνομήλικούς τους στην ενδοχώρα.
«Για τα παιδιά πρόσφυγες η εκπαίδευση δεν είναι μόνο ζωτικής σημασίας για το δικό τους μέλλον, αλλά και για τις κοινότητες στις οποίες ζουν. Η ποιοτική εκπαίδευση ενισχύει τις ευκαιρίες που έχουν στη ζωή τους, διευκολύνει την ένταξή τους και ωφελεί τόσο τους μαθητές πρόσφυγες όσο και την κοινωνία. Μια από τις καλύτερες επενδύσεις που μπορεί να κάνει μια κυβέρνηση είναι στον τομέα της εκπαίδευσης για όλους», δήλωσε η Pascale Moreau, Διευθύντρια του Γραφείου Ευρώπης της Υ.Α.
Η έκθεση καλεί τα κράτη να ενισχύσουν τους δεσμούς μεταξύ των σχολείων και άλλων – κρίσιμης σημασίας – δημόσιων υπηρεσιών, όπως η υγεία και η προστασία των παιδιών, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τόσο τα εμπόδια στην εγγραφή στο σχολείο, όσο και οι παράγοντες που συμβάλλουν στην πρόωρη εγκατάλειψή του. Η έκθεση συστήνει επίσης να δοθεί έμφαση στην πρόσβαση στην προσχολική εκπαίδευση και να προωθηθεί η ένταξη των νέων σε προγράμματα ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και κατάρτισης.
«Με πολιτική βούληση και περαιτέρω προσπάθειες, οι κυβερνήσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη μπορούν να δημιουργήσουν ένα δημόσιο σχολείο χωρίς αποκλεισμούς, διασφαλίζοντας σε όλα τα παιδιά, ανεξάρτητα από το μεταναστευτικό τους υπόβαθρο, ότι το δικαίωμά τους στην εκπαίδευση προστατεύεται και οικοδομώντας με αυτό τον τρόπο συμπεριληπτικές και επιτυχημένες κοινωνίες», δήλωσε η Afshan Khan, Περιφερειακή Διευθύντρια της UNICEF για την Ευρώπη και την Κεντρική Ασία και Ειδική Συντονίστρια για την Προσφυγική και Μεταναστευτική Ανταπόκριση στην Ευρώπη.
Οι τρεις οργανισμοί παροτρύνουν επίσης τα κράτη να αυξήσουν τις προσπάθειές τους, τόσο σε εθνικό όσο και σε περιφερειακό επίπεδο, για τη συλλογή ποιοτικών δεδομένων με συστηματοποιημένο και εναρμονισμένο τρόπο σχετικά με τα παιδιά πρόσφυγες, αιτούντες άσυλο και μετανάστες. Έτσι, η ανάπτυξη σχετικών πολιτικών και η κατανομή των πόρων θα μπορεί να γίνεται με ενημερωμένο τρόπο.
«Η εξάλειψη των κενών στην εκπαίδευση των παιδιών προσφύγων και μεταναστών είναι κρίσιμη για την ανάπτυξη και την ευημερία τους και αυτό μπορεί να έχει θετικό αντίκτυπο στην κοινωνία εν γένει. Η εκπαίδευση έχει επίσης τη δύναμη να βοηθήσει αυτά τα παιδιά και τις οικογένειές τους να δημιουργήσουν δεσμούς με τις τοπικές κοινότητες και να συνεισφέρουν σε αυτές. Η επένδυση στη συμπεριληπτική και ποιοτική εκπαίδευση θα μας βοηθήσει να ανταποκριθούμε στην ευθύνη μας να διασφαλίσουμε ότι καμία γενιά δε θα μείνει πίσω», δήλωσε ο Manfred Profazi, Ανώτερος Περιφερειακός Σύμβουλος του ΔΟΜ για την Ευρώπη και την Κεντρική Ασία.
Διαβάστε αναλυτικά την έκθεση εδώ.