Η επίτευξη των στόχων για μηδενικές εκπομπές αερίων, απαιτεί επενδύσεις, όχι μόνο στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αλλά και στον εξηλεκτρισμό των μεταφορών και της θέρμανσης, στην ενέργεια με βάση το υδρογόνο και στις υποδομές «έξυπνων δικτύων». Αυτό προκύπτει από την 54η έκδοση της έρευνας της EY, Renewable Energy Country Attractiveness Index (RECAI).
Η έκθεση επισημαίνει ότι η αξιοποίηση βασικών τεχνολογιών, όπως οι αποκεντρωμένες πηγές ενέργειας, τα ηλεκτρικά οχήματα, και τα συστήματα ανταπόκρισης στη ζήτηση και αποθήκευσης ενέργειας, θα επιταχυνθεί στο μέλλον. Προβλέπει, επίσης, ότι, για να υλοποιηθεί το σενάριο βιώσιμης ανάπτυξης του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας, οι επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές θα πρέπει να διπλασιαστούν – από τα 300 δις δολάρια για το 2018, περίπου στα 600 δις δολάρια ετησίως – ώστε, μέχρι το 2050, να αγγίζουν τα 18,6 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Η Κίνα παραμένει στην κορυφή του Δείκτη της έκθεσης, κυρίως λόγω του ύψους των επενδύσεων που πραγματοποιούνται στη χώρα, παρά την επιβράδυνση της τάξης του 39% που καταγράφηκε το πρώτο εξάμηνο του 2019, εξαιτίας της στροφής από το καθεστώς Εγγυημένων Τιμών (Feed-in Tariffs) σε καθεστώς Ανταγωνιστικών Διαδικασιών (auctions) για τα νέα έργα αιολικής και ηλιακής ενέργειας. Οι ΗΠΑ διατηρούν τη δεύτερη θέση, καθώς τα υπό εκτέλεση έργα υπεράκτιας αιολικής ενέργειας ενισχύουν τις μελλοντικές προοπτικές της αγοράς, ενώ οι αγορές ηλιακής και χερσαίας αιολικής ενέργειας συνεχίζουν να επωφελούνται από τις φοροαπαλλαγές (tax credit subsidies).
Παρά την αβεβαιότητα που δημιουργεί το Brexit, το Ηνωμένο Βασίλειο αναρριχήθηκε στην έβδομη θέση του Δείκτη, με τις ανταγωνιστικές διαδικασίες για έργα υπεράκτιας αιολικής ενέργειας να δημιουργούν την προοπτική για παραγωγή ενέργειας χωρίς επιδοτήσεις. Ανοδική τάση στην κατάταξη του σχετικού Δείκτη παρουσιάζουν η Ισπανία και το Βιετνάμ, κυρίως λόγω της ενίσχυσης των αγορών ηλιακής ενέργειας, καθώς και η αναζωογονημένη πολωνική αγορά, η οποία εισέρχεται στην κατάταξη των κορυφαίων 40 χωρών, έπειτα από μερικά δύσκολα χρόνια.
Η έκθεση εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο ο κλάδος της ενέργειας μπορεί να εκμεταλλευθεί τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται από τη μετάβαση σε ένα μοντέλο με μηδενικούς ρύπους, καθώς και τα εμπόδια που θα πρέπει να ξεπεραστούν. Για παράδειγμα, μια στροφή στο μοντέλο yieldco – κατά το οποίο μια νέα εταιρεία, με σταθερές ταμειακές ροές, προχωρά σε δημόσια εγγραφή – θα μπορούσε να συμβάλλει στην προσέγγιση μεταξύ των εταιρειών ενέργειας και των επενδυτών. Αυτό θα επέτρεπε την αντιστοίχιση των σημαντικών δεξαμενών κεφαλαίων με τους κατασκευαστές των συστημάτων ενέργειας που είναι αναγκαία για την επίτευξη των στόχων μηδενικών εκπομπών.
Στην πρόσφατη κατάταξη, η Ελλάδα καταλαμβάνει την 31η θέση του Δείκτη, υποχωρώντας μια θέση σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας, ο κος Τάσος Ιωσηφίδης, Εταίρος και Επικεφαλής του Τμήματος Χρηματοοικονομικών Συμβούλων της ΕΥ Ελλάδος, αναφέρει: «Τα τελευταία χρόνια η θέση της Ελλάδας στον Δείκτη έχει κυμανθεί μεταξύ της 28ης και της 40ης θέσης. Η πρόσφατη απόφαση για πλήρη απολιγνιτοποίηση μέχρι το 2028 θα δώσει αναμφίβολα ώθηση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Παράλληλα, όμως, είναι επιτακτική ανάγκη, τόσο για οικονομικούς όσο και για περιβαλλοντικούς λόγους, να εντείνουμε τις προσπάθειές μας για τη βελτίωση των επιδόσεων της χώρας, ενισχύοντας το νομοθετικό και ρυθμιστικό πλαίσιο».