ΣΕΦ: Μισό βήμα μπρος, δύο βήματα πίσω

Ανεπαρκείς ρυθμίσεις για την ανάπτυξη των φωτοβολταϊκών και επιβολή νέων επαχθών βαρών στους εν λειτουργία φωτοβολταϊκούς σταθμούς περιέχει, σύμφωνα με τον ΣΕΦ, το νέο νομοσχέδιο για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) που κατατέθηκε στη Βουλή.

Οι ανεπαρκείς ρυθμίσεις είναι αυτές που αφορούν στη δυνατότητα αυτοπαραγωγής με φωτοβολταϊκά, ενώ τα νέα βάρη επέρχονται από την επιβολή ενός νέου “τέλους ασφάλειας εφοδιασμού“ που προβλέπει το νομοσχέδιο.

Οι ρυθμίσεις για την αυτοπαραγωγή με φωτοβολταϊκά

Το άρθρο 6 του νομοσχεδίου κατοχυρώνει νομοθετικά τη δυνατότητα αυτοπαραγωγής από φωτοβολταϊκά και μικρές ανεμογεννήτριες. Παρέχεται δηλαδή η δυνατότητα συμψηφισμού παραγόμενης-καταναλισκόμενης ενέργειας (net-metering) από καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας που εγκαθιστούν φωτοβολταϊκά. Παρόλα αυτά, η προτεινόμενη ρύθμιση, αν και επιβεβλημένη, κρίνεται ως ελλιπής και αντιαναπτυξιακή και αποθαρρύνει τους πολίτες από το να στραφούν στην εγκατάσταση ενός μικρού φωτοβολταϊκού συστήματος για αυτοπαραγωγή, αφού με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις οι χρόνοι απόσβεσης για ένα τέτοιο σύστημα  είναι απαγορευτικά μεγάλοι.

Ο Σύνδεσμος Εταιριών Φωτοβολταϊκών (ΣΕΦ) έχει επανειλημμένως προτείνει βελτιώσεις που θα καθιστούσαν τη ρύθμιση αυτή αποτελεσματική και θα τις έδιναν μια αναπτυξιακή προοπτική, αλλά δυστυχώς, μέχρι σήμερα, το ΥΠΕΚΑ κωφεύει στις προτάσεις αυτές. Ο ΣΕΦ πιστεύει πως το κατάλληλο για τα ελληνικά δεδομένα σχήμα είναι:

•    Η χρήση μετρητή διπλής κατεύθυνσης, ώστε ο συμψηφισμός να αφορά και στους φόρους και τα τέλη που υπολογίζονται επί της κατανάλωσης ενέργειας (π.χ. τέλη χρήσης δικτύου, συστήματος κ.λπ.).
•    Η χρέωση του καταναλωτή μόνο για την τυχόν περίσσεια ενέργεια την οποία καταναλώνει από το δίκτυο στη διάρκεια μιας μετρητικής περιόδου.
•    Η πίστωση τυχόν περίσσειας παραγόμενης ενέργειας στη διάρκεια μιας μετρητικής περιόδου, στις επόμενες μετρητικές περιόδους, χωρίς, ωστόσο, να δύναται να υπερβεί η πίστωση τη διάρκεια ενός έτους.

Επιβολή νέου τέλους σε σταθμούς ΑΠΕ

Το άρθρο 17 του νομοσχεδίου θεσμοθετεί ένα νέο δυσβάσταχτο “τέλος ασφάλειας εφοδιασμού”, το οποίο έρχεται να προστεθεί σε ένα σύνολο επαχθών ρυθμίσεων που έχουν περικόψει δραστικά τα προσδοκώμενα έσοδα των φωτοβολταϊκών σταθμών και απειλούν πλέον την ίδια τη βιωσιμότητά τους.

Το νέο αυτό τέλος προτείνεται ως πηγή εσόδων για τις “υπηρεσίες διακοπτόμενου φορτίου” που αποσκοπούν στην παροχή χαμηλότερων τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας στη βιομηχανία. Το μέτρο αποτελεί μια ελλιπή και στρεβλή υιοθέτηση ρυθμίσεων που ισχύουν σε άλλες χώρες όπου εφαρμόζονται εκπτώσεις τιμολογίων καταναλωτών λόγω αποδοχής διακοψιμότητας από αυτούς. Η διακοψιμότητα επιλέγεται για να μη χρειαστεί η έγχυση ακριβής ενέργειας από μονάδες εφεδρείας, κάτι που θα επιβάρυνε την Οριακή Τιμή Συστήματος (ΟΤΣ). Όπως όμως έχει αποδειχθεί στην πράξη, η μεγάλη διείσδυση των φωτοβολταϊκών όχι μόνο έχει εξαλείψει τις μεσημεριανές αιχμές της ζήτησης, αλλά έχει οδηγήσει και σε σημαντική μείωση της ΟΤΣ. Παρόλα αυτά, τα φωτοβολταϊκά καλούνται να καλύψουν και πάλι το κενό που δημιουργούν οι στρεβλώσεις της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.

Ως γνωστόν, οι ΑΠΕ αποζημιώνονται με σταθερές εγγυημένες τιμές και συνεπώς δεν έχουν τη δυνατότητα να μετακυλήσουν  την επιβάρυνση του νέου τέλους στο τιμολόγιο τους, γεγονός που σημαίνει πως θα την υποστούν στο σύνολό της ως απομείωση της όποιας κερδοφορίας τους. Αντιθέτως, οι συμβατικοί παραγωγοί μπορούν να τη μετακυλήσουν στις ημερήσιες προσφορές έγχυσης που υποβάλλουν στον Διαχειριστή στο πλαίσιο του Ημερήσιου Ενεργειακού Προγραμματισμού (ΗΕΠ). Έτσι στην πράξη, οι ΑΠΕ, και κυρίως τα φωτοβολταϊκά, θα επιδοτήσουν τα χαμηλά τιμολόγια των μεγάλων καταναλωτών ενέργειας.

Κατά ένα περίεργο τρόπο μάλιστα, το προτεινόμενο τέλος δεν είναι ανάλογο της παραγόμενης από κάθε τεχνολογία ενέργειας, αλλά ανάλογο των συνολικών καθαρών εσόδων των παραγωγών. Έτσι όμως ευνοείται η ηλεκτροπαραγωγή με λιγνίτη και τιμωρούνται πρωτίστως τα φωτοβολταϊκά και μελλοντικά και οι μονάδες βιοαερίου.

Για τους παραπάνω λόγους προτείνουμε την απόσυρση των προτεινόμενων ρυθμίσεων που επιβάλλουν το νέο επαχθές τέλος.