Την Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2025 πραγματοποιήθηκε στο Ίδρυμα Παναγιώτη και Έφης Μιχελή, η πρώτη διάλεξη του τρίτου κύκλου «Προστασία της Φύσης Lab» της Ελληνικής Εταιρίας Προστασίας της Φύσης (ΕΕΠΦ), που είναι αφιερωμένος στον νέο Ευρωπαϊκό Κανονισμό 2024/1991 για την αποκατάσταση της φύσης. Το θέμα: «Επικονιαστές σε καιρό κλιματικής κρίσης στην Ελλάδα, τη χώρα της μέγιστης μελισσοποικιλότητας – Απειλές και απαιτούμενες δράσεις».
Την εκδήλωση χαιρέτισε ο κύριος Κωνσταντίνος Δημόπουλος, Διευθυντής Περιβαλλοντικής Πολιτικής του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Η Θεοδώρα Πετανίδου, Ομότιμη Καθηγήτρια Βιογεωγραφίας και Οικολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, μίλησε για την κρίσιμη σημασία των επικονιαστών, των οποίων η παρουσία και η υγεία είναι ζωτικής σημασίας για την οικολογική ισορροπία και την αγροτική παραγωγή. Τόνισε ιδιαίτερα την επίδραση της κλιματικής αλλαγής στην επικονίαση και ανέλυσε τις απειλές που αντιμετωπίζουν οι επικονιαστές στην Ελλάδα, μια χώρα με μοναδική μελισσοποικιλότητα.
Η κ. Πετανίδου εξήγησεότι οι επικονιαστές, και κυρίως οι μέλισσες, διαδραματίζουν ζωτικό ρόλο στη διαδικασία, που είναι απαραίτητη για την αναπαραγωγή των φυτών και την αγροτική παραγωγή. Επισήμανε πως:
- Πάνω από το 87% των ανθοφόρων φυτών παγκοσμίως εξαρτώνται από ζώα για την επικονίαση τους
- Το 84% των καλλιεργειών στην Ευρώπη στηρίζεται στην επικονίαση από έντομα, κυρίως μέλισσες
- Η οικονομική αξία της επικονίασης υπολογίζεται σε περίπου €153 δισεκατομμύρια ετησίως, αντιπροσωπεύοντας το 9,5% της παγκόσμιας αγροτικής παραγωγής
Ακόμη υπογράμμισε πως η Ελλάδα διαθέτει πάνω από 1.250 είδη μελισσών, και το Αιγαίο θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα hotspots μελισσοποικιλότητας στην Ευρώπη. Παράγοντες όπως η γεωλογική ιστορία, η ηφαιστειότητα, το πλήθος ανθοφόρων φυτών και το θερμό κλίμα της περιοχής συμβάλλουν στην ανάπτυξη αυτής της ποικιλότητας.
Επίσης, αναφέρθηκε στις σοβαρές απειλές που αντιμετωπίζουν οι επικονιαστές, χαρακτηρίζοντας την κλιματική αλλαγή ως «μητέρα των απειλών». Η μεταβολή του συγχρονισμού μεταξύ ανθοφορίας και δράσης των επικονιαστών οδηγεί σε μειωμένη νεκταροπαραγωγή και υποβαθμίζει τη βιοποικιλότητα. Άλλες απειλές είναι η καταστροφή ενδιαιτημάτων, η υπερβόσκηση, η χρήση φυτοφαρμάκων, τα παθογόνα και το «σύνδρομο κατάρρευσης αποικίας».
Προτείνοντας καλές πρακτικές, η κ. Πετανίδου παρουσίασε την «Μελισσοθήκη του Αιγαίου», μια πρωτοβουλία για τη συστηματική συλλογή δεδομένων από πάνω από 200.000 δείγματα επικονιαστών, με στόχο τη δημιουργία μιας εθνικής υποδομής παρακολούθησης και διατήρησης των ειδών. Τόνισε τη σημασία της συμμετοχής της Ελλάδας σε ευρωπαϊκές δράσεις, όπως οι Κόκκινοι Κατάλογοι και το Ευρωπαϊκό Σύστημα Παρακολούθησης Επικονιαστών, αλλά και τη σημασία της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης και ενημέρωσης του κοινού μέσω προγραμμάτων όπως το Life 4 Pollinators και εκπαιδευτικών δράσεων. Αναφέρθηκε επίσης στην ανάγκη προστασίας φυσικών χώρων φωλεοποίησης σε αστικούς κήπους, προτείνοντας πρακτικές φιλικές προς την ενίσχυση της βιοποικιλότητας.
Ακολούθησε παρουσίαση από την Ειρήνη Βαλλιανάτου, Διδάκτωρ Βιολογίας και Συστηματικό Βοτανικό-Φυτοκοινωνιολόγο της ΑΜΚΕ “Hippocrates for Life”, με θέμα «Βιοποικιλότητα στην Ελλάδα». Στην τοποθέτησή της, τόνισε ότι η Ελλάδα αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κέντρα βιοποικιλότητας στην Ευρώπη, καθώς φιλοξενεί:
- To 35% της ευρωπαϊκής χλωρίδας
- Πάνω από 26.000 είδη ασπόνδυλων οργανισμών
- 476 είδη ψαριών της θάλασσας, από τα περίπου 600 που έχουν καταγραφεί στη Μεσόγειο
- Πάνω από το 1/3 των αμφιβίων της Ευρώπης
- Το 85% της ορνιθοπανίδας της Ευρώπης
Αυτή η πλούσια ποικιλότητα οφείλεται σε παράγοντες όπως η γεωμορφολογική ετερογένεια, η ποικιλία κλιματικών τύπων και η ιστορική εξέλιξη της περιοχής.
Η κ. Βαλλιανάτου σημείωσε ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα απειλεί άμεσα τα ευαίσθητα οικοσυστήματα της χώρας. Η έντονη αστικοποίηση, η καταστροφή ενδιαιτημάτων και η κλιματική αλλαγή αποτελούν βασικές απειλές για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας.
Ακόμη, τόνισε την ανάγκη εφαρμογής εθνικών και τοπικών στρατηγικών αποκατάστασης, με στόχο τη διατήρηση των φυσικών πόρων για τις μελλοντικές γενιές.
Ως μια καινοτόμο προσέγγιση παρουσίασε την Αναγεννητική Γεωργία που εστιάζει στη διατήρηση και αποκατάσταση της γονιμότητας του εδάφους. Τα οφέλη της περιλαμβάνουν την αύξηση της βιοποικιλότητας, τη βελτίωση της ποιότητας του νερού και του κύκλου του, καθώς και την συγκράτηση άνθρακα στο έδαφος, γεγονός που συμβάλλει στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.