‘Ερευνα από τον όμιλο Adecco για τη βιωσιμότητα και τον εκσυγχρονισμό ανθρώπινου δυναμικού

Σε μια εποχή συνεχούς μετασχηματισμού της αγοράς εργασίας, η εκπαίδευση και η κατάρτιση δεν είναι πλέον μια επιμέρους πολιτική ανθρώπινου δυναμικού, αλλά μια στρατηγική προτεραιότητα για τις επιχειρήσεις που επιθυμούν να παραμείνουν ανταγωνιστικές και βιώσιμες.

Σε αυτό το πλαίσιο, είναι σημαντικά τα ευρήματα της έρευνας που δημοσιεύτηκε πρόσφατα από τον Όμιλο Adecco σε συνεργασία με το Ελληνικό Παρατηρητήριο του LSE, αναδεικνύοντας την ανάγκη για κατάρτιση και αναβάθμιση δεξιοτήτων ως κυρίαρχη πρόκληση για τις επιχειρήσεις. Σύμφωνα με την LHH, θυγατρική του Ομίλου Adecco, η έρευνα επιβεβαιώνει ότι ο εκσυγχρονισμός του ανθρώπινου δυναμικού μέσω της εκπαίδευσης είναι καθοριστικός για τη βιωσιμότητα των οργανισμών, ιδιαίτερα σε ένα περιβάλλον όπου η τεχνολογία και οι αντίστοιχες απαιτήσεις των θέσεων εργασίας μεταβάλλονται διαρκώς.

Συγκεκριμένα:

  • Το 76% των μεγάλων επιχειρήσεων και το 69% των μικρών αναφέρουν ότι η έλλειψη δεξιοτήτων αποτελεί τον σημαντικότερο ανασταλτικό παράγοντα για την ανάπτυξή τους.
  • Η ανάληψη πρωτοβουλίας, η διαπροσωπική επικοινωνία και η αναλυτική σκέψη συγκαταλέγονται στις πιο περιζήτητες δεξιότητες από τους εργοδότες.
  • Το 95% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι παρέχει κάποιας μορφής κατάρτιση στο προσωπικό, μόνο όμως μία στις τέσσερις επιχειρήσεις παρέχει κατάρτιση μέσω εξωτερικών προγραμμάτων.
  • Αντίθετα, μόλις 33% των επιχειρήσεων παρέχουν συστηματική κατάρτιση σε δεξιότητες που σχετίζονται με την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση.

Η έλλειψη δεξιοτήτων ως εμπόδιο ανάπτυξης
Η αδυναμία εξεύρεσης εργαζομένων με τις κατάλληλες δεξιότητες συνιστά έναν από τους πιο κρίσιμους ανασταλτικούς παράγοντες για την επιχειρησιακή ανάπτυξη. Ενδεικτικά, το 76% των μεγάλων και το 69% των μικρών επιχειρήσεων δηλώνουν ότι αυτή η ανεπάρκεια λειτουργεί ως εμπόδιο στην επέκταση των δραστηριοτήτων τους. Το εύρημα αυτό επιβεβαιώνει τη διαρθρωτική απόκλιση μεταξύ των απαιτήσεων της αγοράς και των προσφερόμενων προσόντων από το διαθέσιμο εργατικό δυναμικό, επιτείνοντας την ανάγκη για στοχευμένες πολιτικές αναβάθμισης και επανακατάρτισης. Όντως στις μέρες μας, οι οργανισμοί ανεξαρτήτως κλάδου αντιμετωπίζουν πρωτοφανείς αλλαγές. Καλούνται να μετασχηματίσουν την ανθρωποδύναμή τους για να ανταποκρίνεται στις εξελίξεις και καθώς μεταβαίνουν σε νέα επιχειρηματικά μοντέλα που έχουν στο επίκεντρο την ψηφιοποίηση και τον αυτοματισμό, ο αντίκτυπος στις απαιτούμενες δεξιότητες είναι αναπόφευκτος. Πιο συγκεκριμένα, θα πρέπει να εντοπίσουν τα δυνατά τους σημεία καθώς και εκείνα στα οποία πρέπει να εμπλουτίσουν τις γνώσεις τους και να αναπτύξουν περαιτέρω τις δεξιότητές τους (upskilling), ενώ θα πρέπει να εντοπίσουν και τους τομείς που χρειάζονται επανακατάρτιση (reskilling), ώστε να παραμένουν ανταγωνιστικοί επαγγελματικά, τόσο στο παρόν, όσο και στο μέλλον.

Οι πλέον περιζήτητες δεξιότητες
Οι εργοδότες δίνουν πλέον ιδιαίτερη έμφαση και αναγνωρίζουν την σημαντικότητα των δεξιοτήτων, οι οποίες ενισχύουν την ευελιξία, την πρωτοβουλία και την αποτελεσματική συνεργασία σε σύνθετα περιβάλλοντα εργασίας. Η ικανότητα για ανάληψη ευθύνης, η αποτελεσματική διαπροσωπική επικοινωνία και η αναλυτική σκέψη καταγράφονται ως οι πιο περιζήτητες δεξιότητες, αντικατοπτρίζοντας τη μετατόπιση της έμφασης από τις αποκλειστικά τεχνικές γνώσεις τις ολιστικές και λειτουργικές επαγγελματικές συμπεριφορές. Η τεχνολογία θα συνεχίσει να εξελίσσεται και μαζί της θα μεταβάλλονται και οι τεχνικές δεξιότητες – όμως είναι τα soft skills παραμένουν σταθεροί πυλώνες και καθορίζουν τελικά την αποτελεσματικότητα και τη δυναμική των ανθρώπων σε κάθε εργασιακό περιβάλλον.

Η εκπαίδευση και κατάρτιση παρέχεται κυρίως εσωτερικά
Το 95% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι προσφέρει κάποια μορφή κατάρτισης στους εργαζομένους του, ενώ το 98% παρέχει εκπαιδευτική υποστήριξη στους νεοπροσληφθέντες, έστω και κατά περίπτωση. Παρόλο που τα ποσοστά αυτά υποδεικνύουν σημαντική κινητοποίηση, η πλειονότητα των δράσεων εκπαίδευσης παραμένει αποσπασματική και μη στρατηγικά ενταγμένη στη συνολική πολιτική ανθρώπινου δυναμικού. Η απουσία σαφούς σχεδιασμού και αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας αυτών των παρεμβάσεων περιορίζει την πραγματική τους αξία και επιρροή. Ο κυρίαρχος ρόλος των δεξιοτήτων στην απασχόληση δρομολογεί επενδύσεις στον τομέα της εκπαίδευσης και κατάρτισης με τη συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων (95%) να απαντά ότι παρέχει κάποιου είδους τέτοιο πρόγραμμα στο προσωπικό τους. Για τις μικρές επιχειρήσεις, αυτό γίνεται κατά βάση εσωτερικά χωρίς κάποιο πρόγραμμα (45%), ενώ για τις μεγάλες επιχειρήσεις η κύρια μέθοδος παροχής κατάρτισης είναι μέσω εσωτερικού προγράμματος (47%). Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, μόνο μία στις τέσσερις επιχειρήσεις παρέχει κατάρτιση μέσω εξωτερικών προγραμμάτων. Σε αυτή τη μεταβατική και κρίσιμη συγκυρία, καθίσταται απαραίτητο οι επιχειρήσεις να θέσουν ως στρατηγική προτεραιότητα τη συνεργασία με εξειδικευμένους συμβούλους, οι οποίοι μπορούν να καθοδηγήσουν τόσο τους εργαζομένους στο να επαναπροσδιορίσουν τις ικανότητές τους, όσο και τις ίδιες τις εταιρείες στο να αναγνωρίσουν το δυναμικό που ήδη διαθέτουν. Είναι η στιγμή οι οργανισμοί να στραφούν προς το εσωτερικό τους, να επανεξετάσουν με συστηματικό τρόπο το πλάνο ανάπτυξης του ανθρώπινου δυναμικού τους και να εντοπίσουν τα μελλοντικά τους ταλέντα εντός των υπαρχουσών ομάδων. Μόνο μέσα από μια τέτοια εσωτερική ενεργοποίηση και στοχευμένη αξιοποίηση του ανθρώπινου κεφαλαίου θα διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη πρόσβαση στις κρίσιμες δεξιότητες που απαιτεί η βιωσιμότητα και η ανταγωνιστικότητα του οργανισμού στο μέλλον.

Υστέρηση στην κατάρτιση για πράσινες και ψηφιακές δεξιότητες
Παρά τη διαρκώς αυξανόμενη σημασία των δεξιοτήτων που σχετίζονται με την πράσινη μετάβαση και τον ψηφιακό μετασχηματισμό, μόλις το 33% των επιχειρήσεων παρέχει συστηματικά προγράμματα κατάρτισης στους σχετικούς τομείς. Το χαμηλό αυτό ποσοστό καταδεικνύει καθυστέρηση στην οργανωσιακή προσαρμογή και εγείρει προβληματισμό ως προς τη μελλοντική ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων στην ελληνική αγορά. Η μη έγκαιρη εστίαση στις αναδυόμενες δεξιότητες ενδέχεται να οδηγήσει σε στρατηγική υστέρηση έναντι των ευρωπαϊκών προτύπων.

Η Κωνσταντίνα Βαρδάκα, Talent Development Director, της LHH δήλωσε σχετικά «Οι εταιρείες θα πρέπει να επανεξετάσουν συνολικά τη στρατηγική και το πλάνο ανάπτυξης του ανθρώπινου δυναμικού τους, για να εξασφαλίσουν πως θα έχουν στο εγγύς αλλά και στο απώτερο μέλλον πρόσβαση στα ταλέντα, που θα τις βοηθήσουν να παραμείνουν βιώσιμες. Σε αυτή την κομβική περίοδο που βρισκόμαστε θα πρέπει να  αναδειχθεί ως αδιαπραγμάτευτη προτεραιότητα να ζητήσουν την υποστήριξη εξειδικευμένων συμβούλων που θα μπορέσουν να βοηθήσουν τους ηγέτες τους να δουν τις δυνατότητες στους ίδιους τους ανθρώπους τους και να στρέψουν την προσοχή τους προς τα μέσα για να βρουν τα μελλοντικά τους ταλέντα. Σε μια εποχή όπου η τεχνητή νοημοσύνη, η αυτοματοποίηση και οι ψηφιακές τεχνολογίες καθορίζουν την αγορά εργασίας, η ανάγκη για επένδυση στις δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού είναι αδιαμφισβήτητη.»