WWF Ελλάς:Μελέτη Περιβαλλοντικής Διαχείρισης

Αξιοσημείωτη βελτίωση κατά 26,4% της Περιβαλλοντικής Διαχείρισης και Διαφάνειας των Ελληνικών Οργανισμών την τελευταία διετία, βάσει της συγκριτικής μελέτης που φέρνει στο φως της δημοσιότητας το WWF Ελλάς. Προηγείται ο ιδιωτικός τομέας, έναντι του δημοσίου που εμφανίζει πενιχρές επιδόσεις.

Σημαντικά βελτιωμένη, αλλά και με μεγάλα περιθώρια εξέλιξης, παρουσιάζεται η εικόνα των ελληνικών επιχειρήσεων και οργανισμών, ως προς την περιβαλλοντική τους διαφάνεια, τις πρακτικές και τα αποτελέσματα της περιβαλλοντικής διαχείρισης που εφαρμόζουν. Αυτό προκύπτει από τα συμπεράσματα της δεύτερης αξιολόγησης «Δείκτης Περιβαλλοντικής Διαχείρισης και Διαφάνειας» (Environmental Management & Disclosure Index – ΕMDI), μέσω της οποίας αναλύεται – συγκριτικά πλέον – η πληρότητα της περιβαλλοντικής διαφάνειας 40 επιλεγμένων επιχειρήσεων και οργανισμών, καθώς και η ποιότητα των δημοσιευμένων περιβαλλοντικών τους αποτελεσμάτων. Πρόκειται για μια ανάλυση που  διενεργήθηκε βάσει μοντέλου που ανέπτυξε εθελοντικά η εταιρία STREAM Management.

Πιο συγκεκριμένα, η βελτίωση των οργανισμών για τα στοιχεία της διετίας 2009-2010, όπως προκύπτει από τον συνολικό δείκτη EMDI, έφτασε στο 26,4%, σε σχέση με την αντίστοιχη επίδοση του 2008 (21,8%). H αύξηση αυτή επικεντρώνεται κυρίως στις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα, οι οποίες επέδειξαν αξιοσημείωτη πρόοδο. Στον αντίποδα, οι περιβαλλοντικές πρακτικές των δημόσιων οργανισμών αποδείχθηκαν ελάχιστες έως ανύπαρκτες. Οι τομείς στους οποίους σημειώνεται ελλιπής περιβαλλοντική διαχείριση είναι κυρίως η κατανάλωση νερού (18,6%), ο αντίκτυπος στη βιοποικιλότητα (17%), αλλά και η παραγωγή και χρήση τοξικών, επιβλαβών κι άλλων επικίνδυνων ουσιών (14,9%).

Παράλληλα, με βάση συγκριτική αξιολόγηση που έγινε στις διεθνώς πρωτοπόρες επιχειρήσεις σε θέματα περιβαλλοντικών πρακτικών, InterfaceFLOR και Όμιλο UNILEVER, προκύπτει ότι υπάρχει σημαντικό περιθώριο βελτίωσης, καθώς μόνο μία ελληνική επιχείρηση παρουσίασε συνολικό δείκτη άνω του 60%, τη στιγμή που και οι δύο πολυεθνικοί όμιλοι ξεπέρασαν το 70%.

Τα βασικότερα συμπεράσματα της αξιολόγησης, όπως αυτά προέκυψαν υπό το πρίσμα 108 συγκεκριμένων κριτηρίων, είναι τα εξής:

Οργανισμοί και επιχειρήσεις φαίνεται να έχουν ικανοποιητική επίγνωση των πραγματικών περιβαλλοντικών τους επιπτώσεων (42,8%). Οι απορρέουσες δράσεις μεταφράζονται, κυρίως, στη δημιουργία πολιτικών και λιγότερο σε συστηματικές πρακτικές, οι οποίες με τη σειρά τους θα οδηγούσαν στη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος των οργανισμών και στη βελτίωση της ουσιαστικής τους διαφάνειας (μετρήσιμοι στόχοι, πρακτικά αποτελέσματα κ.ο.κ.).

Σε ό, τι αφορά στον ιδιωτικό τομέα, οι επιχειρήσεις εστιάζουν κυρίως σε περιβαλλοντικές πρακτικές που έχουν να κάνουν με την κατανάλωση ενέργειας, τη διαχείριση της κατανάλωσης υλικών και πρώτων υλών, καθώς και την ανακύκλωση διάφορων υλικών.

Από την ανασκόπηση προκύπτει μία αναμενόμενη τάση προβολής των θετικών επιτευγμάτων, ενώ οι περιπτώσεις αυτοκριτικής παρότι είναι υπαρκτές, αποτελούν περισσότερο την εξαίρεση παρά τον κανόνα.

Οι επιχειρήσεις και οι οργανισμοί δίνουν έμφαση στο άμεσο λειτουργικό αποτύπωμά τους (κτηριακή λειτουργία, μεταφορές κλπ), ενώ φαίνεται να θέτουν σε δεύτερη προτεραιότητα τις αναφορές στο περιβαλλοντικό αποτύπωμα της εφοδιαστικής αλυσίδας (supply chain) ή/και της χρήσης των προϊόντων που σε πολλούς κλάδους είναι ιδιαιτέρως σημαντικές (π.χ. λιανική, τράπεζες). Επίσης, δίνεται έμφαση στην ενεργειακή αποδοτικότητα των οργανισμών/επιχειρήσεων (24,3%), κυρίως μέσα από πρακτικές εξοικονόμησης ενέργειας, μία προσπάθεια που όμως θα ήταν απολύτως σκόπιμο να συνοδεύεται από αντίστοιχη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

Οι περισσότεροι οργανισμοί αναφέρονται σε γενικούς σκοπούς περιβαλλοντικής επίδοσης, ενώ κάποιοι προχωρούν περισσότερο και θέτουν ακόμα και ποσοτικοποιημένους στόχους, με συγκεκριμένο, δεσμευτικό χρόνο εκπλήρωσης. Η παράθεση συγκριτικών στοιχείων περιβαλλοντικής επίδοσης, είτε σε σχέση με τον κλάδο κάθε οργανισμού, είτε συγκριτικά με την αγορά, φαίνεται να μην αποτελεί ακόμη εργαλείο για τους ελληνικούς οργανισμούς, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις.

«Ο επιχειρηματικός κόσμος, με την τεράστια παραγωγική δυναμική του, αποτελεί αδιαμφισβήτητα σημαντικό κομμάτι του περιβαλλοντικού προβλήματος, και για αυτόν ακριβώς τον λόγο μπορεί, κι οφείλει, να αποτελέσει μέρος της λύσης», υπογραμμίζει ο Δημήτρης Καραβέλλας, Διευθυντής του WWF Ελλάς. «Στο πλαίσιο αυτό, το WWF Ελλάς διενήργησε για δεύτερη φορά την αξιολόγηση «EMDI – Δείκτης Περιβαλλοντικής Διαχείρισης και Διαφάνειας 2010-2011», με σκοπό να αποτυπώσει την ευρύτερη εικόνα της περιβαλλοντικής διαφάνειας και των σχετικών διαχειριστικών πρακτικών στην Ελλάδα.  Με αυτόν τον τρόπο, παρέχουμε μία χρήσιμη οπτική στις ίδιες τις επιχειρήσεις αλλά κυρίως δίνουμε στην κοινωνία των πολιτών ένα εργαλείο-φίλτρο αξιολόγησης της ποιότητας και της πληρότητας της δημόσιας περιβαλλοντικής λογοδοσίας».

To WWF Ελλάς θα συνεχίσει να αξιολογεί αντικειμενικά την περιβαλλοντική διαφάνεια της ελληνικής αγοράς, αναδεικνύοντας τις καλές πρακτικές, τις ευκαιρίες για βελτίωση, και τα όποια κενά ή αστοχίες, κάνοντας παράλληλα και σχετικές προτάσεις. Παράλληλα, παραμένει πάντοτε ανοιχτό στη διαβούλευση, στην καλοπροαίρετη κριτική και στην εποικοδομητική ανταλλαγή απόψεων με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη.