Κατά τον Αριστοτέλη, η κατανόηση ενός αντικειμένου, ή ενός έργου, είναι η γνώση τεσσάρων αιτίων, που αποτελούν και την αφετηρία του: Το λογικό αίτιο (ο λόγος για τον οποίο επινοήθηκε), το τελικό αίτιο (ο σκοπός του), το υλικό αίτιο (η ύλη από την οποία κατασκευάζεται), και το ποιητικό αίτιο (ο δημιουργός του). Όταν συνθέτει κανείς, η πρώτη συνειρμική σκέψη, η αφετηρία, είναι λοιπόν και η πιο σημαντική. Στο Cube-2 ξεκίνησε με μία βασική ιδέα, που σταδιακά εξελίχθηκε σε διερεύνηση της αειφορικής σχέσης του κτιρίου με την φύση, όπου το πράσινο και το φως ζωντανεύουν το ένα το άλλο. Η φύση είναι ο τελικός υποδοχέας των ανθρώπινου παραγόμενου έργου αλλά και της ίδιας μας της ύπαρξης, αποτελώντας αναπόσπαστο μέρος του κύκλου της ζωής και αντιπροσωπεύοντας μία αρχετυπική, σταθερή και αδιαπραγμάτευτη αξία. Δουλεύοντας με μια φόρμα διαδοχών του πλήρους και του κενού, ο κτιριακός όγκος, παρά το μέγεθός του, φαίνεται σαν να αιωρείται. Η μονολιθική αρχική χειρονομία διαρρηγνύεται όταν το κέλυφος σπάει σε φέτες.
Κρίσιμο θέμα αποτέλεσε η διαχείριση των ορίων που ρυθμίζουν κινήσεις, στάσεις και θεάσεις. Το πρώτο πλάνο και το φόντο, η κίνηση του ήλιου, η μεταμόρφωση του τοπίου ανάλογα με την εποχή, και η μετάβαση από το φυσικό στοιχείο στο αστικό, εγκαθιστούν ένα σύνολο διαδραστικών σχέσεων αποκαλύπτοντας τον καμβά διαμόρφωσης του αρχιτεκτονικού συντακτικού. Στο πλαίσιο αυτό, προτεραιότητα αποτέλεσε η αξιοποίηση της θέας, σε ένα ψηλό σημείο του εδαφικού ανάγλυφου του Αλίμου που διακρίνεται για την οπτική εκτόνωση που προσφέρει προς την Αττική ακτογραμμή και τον Σαρωνικό κόλπο. Ακολουθώντας το τοπιακό πανόραμα, η εσωτερική οργάνωση παραθέτει διαφορετικές, αλληλο-συσχετιζόμενες μεταξύ τους επιλογές θεάσεων και χωρικών ρόλων αρθρώνοντας το εσωτερικό του κτιρίου σε ζώνες εξωστρεφείς, δηλαδή πιο δημόσιες, και αντίστοιχα σε εσωστρεφείς, και περισσότερο ιδιωτικές, που αναλογούν στις διαβαθμίσεις της θέας και της λειτουργίας.
Ως οργανωτικό εργαλείο η γεωμετρία προσεγγίζεται στην αρχιτεκτονική μέσα από δύο διαφορετικές ερμηνείες. Αυτήν της αυτο-αναλογίας και αυτο-ομοιότητας, που προϋποθέτει επανάληψη, και εκείνη της αυτο-διακοπής, που με την σειρά της συγκροτείται ως μια συνεχόμενη ασυνέχεια. Στην πρώτη περίπτωση παράγει μια αρχιτεκτονική γλώσσα εμπλουτισμένη με φιλοσοφικά, συντακτικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά, ενώ στην δεύτερη, της συνεχούς ασυνέχειας, λειτουργεί μαθηματικά εισάγοντας ρυθμό και κίνηση.
Στο Cube-2 η γεωμετρία κρατήθηκε καθαρή και επεμβαίνει για να διαμορφώσει μέσω της αρχιτεκτονικής τάξης, της υλικότητας και του φωτός ένα κοινό λεξιλόγιο, που αφενός συνδέει δυο κυβοειδή πρίσματα σε ένα ενιαίο σύνολο εκλεπτύνοντας τις αναλογίες του στην οριζόντιο, και αφετέρου επιτρέπει την διείσδυση του πράσινου στα ενδιάμεσα κενά, που καθώς βραδιάζει φαντάζουν σαν φωτεινός μαγνήτης μέσα στο σκοτάδι.
H φύτευση είναι μεσογειακή, προσαρμοσμένη στο κλίμα της Αττικής, στοχεύοντας στη δημιουργία ενός φυσικού, μικρού στην κλίμακά του αλλά βιώσιμου, βιοποικίλου οικοσυστήματος. Στους μεγάλους προβόλους-βεράντες των κατοικιών αναπτύσσεται παντού πλούσια βλάστηση, ενώ το φυτεμένο δώμα και η διαμόρφωση του κήπου με γήινα υλικά και πατημένο χώμα ενισχύουν τον διάλογο του κτιρίου με την φύση, που είναι και η κυρίαρχη επιδίωξη. Το Cube-2, αλληλεπιδρώντας με τις δυνάμεις του πεδίου, τις φυσικές και τις αστικές, μοιάζει σαν να έχει δυο πρόσωπα: Είναι ανάλαφρο και ταυτόχρονα δεν είναι. Προσαρμόζεται στο περιβάλλον, αλλά και αντιτάσσεται σ’ αυτό. Δεν πρόκειται για ένα κτίριο-τοπίο, η αρχιτεκτονική του δηλώνει παρούσα. Ο δυνητικός τρόπος ένταξης ενός κτιρίου στο περιβάλλον του περιγράφει μια πολυσύνθετη έννοια, δεν σημαίνει ότι οφείλει να υποτάσσεται σε ότι προϋπάρχει γύρω του, αλλά κυρίως ότι πρέπει να το αφουγκράζεται. Ο σχεδιασμός του Cube-2 διαντιδρά με το πράσινο, ενώ ενσωματώνει την μνήμη της ελληνικής μοντερνιστικής περιαστικής εμπειρίας, χωρίς εμμονή σε μία συγκεκριμένη φορμαλιστική ερμηνεία της.