ΙΟΒΕ: Η Τράπεζα Τροφίμων ως μέσο αντιμετώπισης της επισιτιστικής ένδειας στην Ελλάδα

Πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 24 Οκτωβρίου εκδήλωση με αφορμή την παρουσίαση της μελέτης του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), με θέμα: «Η Τράπεζα Τροφίμων ως μέσο αντιμετώπισης της επισιτιστικής ένδειας στην Ελλάδα».

Ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ καθηγητής Νίκος Βέττας ανοίγοντας την εκδήλωση αναφέρθηκε στο μεγάλο πρόβλημα της επισιτιστικής ανασφάλειας, τονίζοντας ότι σκοπός της μελέτης είναι η βαθύτερη ευαισθητοποίηση στο πρόβλημα αλλά κυρίως ο σχεδιασμός και υποστήριξη λύσεων, «να σκεφτούμε συλλογικά για το πώς θα υπάρξει ένας πολλαπλασιασμός των λύσεων που θα είναι περισσότερο αποτελεσματικές από εδώ και εμπρός».

Στον χαιρετισμό του ο πρόεδρος του ΙΟΒΕ κ. Τάκης Αθανασόπουλος σημείωσε ότι οι αδύναμες κοινωνικές ομάδες έχουν υποστεί ακραίες πιέσεις, εξαιτίας της κρίσης. «Ελπίζω η σημερινή εκδήλωση, και η μελέτη, να αποτελέσουν τη βάση για την περαιτέρω ενίσχυση του σημαντικού ρόλου της Τράπεζας Τροφίμων αλλά και την ανάπτυξη και άλλων αντίστοιχων πρωτοβουλιών», ανέφερε.

Στην ομιλία του ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων (ΣΕΒΤ), κ. Ευάγγελος Καλούσης υπογράμμισε την σημασία που δίνει η βιομηχανία τροφίμων, στον περιορισμό της σπατάλης και την αξιοποίηση προϊόντων που πλησιάζουν στο τέλος της διάρκειας ζωής τους. Παράλληλα υπογράμμισε την εξαιρετική δουλεία που πραγματοποιεί η Τράπεζα Τροφίμων προσθέτοντας ότι πέραν της Τράπεζας Τροφίμων στην Αθήνα και την Θεσσαλονίκη θα πρέπει σταδιακά να δημιουργηθούν και άλλες σε όλη τη χώρα.

Η κα Μαριάννα Παρασκευά ανώτατο στέλεχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σημείωσε ότι η επισιτιστική ανασφάλεια αποτελεί μεγάλο πρόβλημα και παρουσίασε τις πρωτοβουλίες της ΕΕ για την ανακούφιση των αδύναμων κοινωνικών ομάδων στα κράτη-μέλη. Ανέφερε ότι το έργο της ΕΕ στην κατεύθυνση αυτή είναι σημαντικό και πολύπλευρο, ωστόσο υπάρχουν μεγάλα περιθώρια βελτιώσεων ειδικά σε χώρες όπως η Ελλάδα. Τέλος, υπογράμμισε την ανάγκη ανάπτυξης πρωτοβουλιών για μια αποτελεσματικότερη αξιοποίηση των πόρων του προγράμματος επισιτιστικής συνδρομής, ενίσχυσης του εθελοντισμού και γενικότερης ευαισθητοποίησης των πολιτών για τον περιορισμό της σπατάλης τροφίμων.

Ο πρόεδρος του Δ.Σ. της Τράπεζας Τροφίμων Θεσσαλονίκης κ. Αχιλλέας Φώλιας, υπογράμμισε τη σημαντική πρόοδο που έχει σημειωθεί στην κατεύθυνση περιορισμού της γραφειοκρατίας ώστε οι επιχειρήσεις να μπορούν εύκολα να παραδίδουν προϊόντα για την ενίσχυση της Τράπεζας Τροφίμων. Σημείωσε ακόμα τη σημασία συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα σε τέτοιου είδους πρωτοβουλίες.

Τέλος ο πρόεδρος του Δ.Σ. της Τράπεζας Τροφίμων- Ίδρυμα για την καταπολέμηση της πείνας κ. Παναγής Βουρλούμης ανέφερε ότι η επισιτιστική κρίση μπορεί να επιδεινώθηκε εξαιτίας της κρίσης, ωστόσο είναι ένα πρόβλημα που υπήρχε πριν την κρίση, και θα υπάρχει στο μέλλον απαιτώντας την διαρκεί εγρήγορση της κοινωνίας και την συμβολή όλων μας. Υπογράμμισε τις εξαιρετικά φτωχές επιδόσεις της χώρας μας, διαχρονικά, στην απορρόφηση των κοινοτικών πόρων για την καταπολέμηση της πείνας κάτι που θα πρέπει να προβληματίσει την πολιτεία.

Η μελέτη καταγράφει τις σοβαρές κοινωνικές επιπτώσεις της παρατεταμένης κρίσης, αναλύονται τα στοιχεία για την έκταση της επισιτιστικής ένδειας στη χώρα μας και παρουσιάζονται τα διαθέσιμα εργαλεία για την καταπολέμησή της, με έμφαση στον θεσμό της τράπεζας τροφίμων.

Σύμφωνα με την μελέτη του ΙΟΒΕ, τα τελευταία χρόνια λόγω της κρίσης στη χώρα μας, έχει αυξηθεί κατακόρυφα ο αριθμός των ατόμων που αντιμετωπίζουν επισιτιστική ανασφάλεια ή ένδεια, δηλαδή δεν έχουν ασφαλή πρόσβαση σε επαρκείς ποσότητες ασφαλών και θρεπτικών τροφίμων για τη φυσιολογική τους ανάπτυξη και για μια δραστήρια και υγιή ζωή.  Όπως εκτιμάται, το 2015 αντιμετώπιζαν στην Ελλάδα επισιτιστική ανασφάλεια 1,4 εκατ. άτομα, δηλαδή το 12,9% του πληθυσμού έναντι αντίστοιχου ποσοστού 7,1% το 2008. Ιδιαίτερα έντονο είναι το πρόβλημα της επισιτιστικής ένδειας σε ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού.

Η επισιτιστική ανασφάλεια αποτελεί σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα, καθώς μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα ψυχικής και φυσικής ανάπτυξης, να επηρεάσει τις επιδόσεις των παιδιών στο σχολείο και να οδηγήσει σε παχυσαρκία, λόγω υπερβολικής κατανάλωσης τροφίμων χαμηλής ποιότητας και υψηλής θερμιδικής περιεκτικότητας, με αρνητικές προεκτάσεις για την υγεία.

Σε αισθητά χαμηλότερα επίπεδα βρίσκονται τα αντίστοιχα ποσοστά στην ΕΕ-28 (8,5% ή 43 εκατ. άτομα) και την Ευρωζώνη (7,3% ή 25 εκατ. άτομα). Σημειώνεται ότι το 2008 η Ελλάδα κατέγραφε μικρότερο ποσοστό του πληθυσμού με επισιτιστική ανασφάλεια (7,1%) σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Το μεγαλύτερο ποσοστό επισιτιστικής ανασφάλειας στη χώρα μας καταγράφηκε το 2012 (14,2%) και έκτοτε παρατηρείται τάση μείωσης.

Το 2015 η Ελλάδα καταλαμβάνει την 8η χειρότερη θέση ανάμεσα σε 30 ευρωπαϊκές χώρες, έναντι της 15ης χειρότερης θέσης το 2008. Μεγαλύτερη επισιτιστική ανασφάλεια από την Ελλάδα αντιμετωπίζουν έξι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (Βουλγαρία, Ουγγαρία, Σλοβακία, Ρουμανία, Λιθουανία και Λετονία) και η Μάλτα. Άλλες χώρες που εντάχθηκαν σχετικά πρόσφατα στην ΕΕ, όπως η Τσεχία, η Πολωνία και η Σλοβενία έχουν μικρότερο ποσοστό του πληθυσμού τους με επισιτιστική ανασφάλεια.

Χαμηλή αξιοποίηση πόρων

Το σημαντικότερο εργαλείο για την καταπολέμηση της επισιτιστικής ένδειας σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι το Ταμείο Ευρωπαϊκής Βοήθειας προς τους Απόρους (ΤΕΒΑ – Fund for European Aid to the Most Deprived, FEAD). Πάνω από €3,8 δισ. (σε πραγματικές τιμές) διατίθενται από τον κοινοτικό προϋπολογισμό της ΕΕ στο ΤΕΒΑ για την περίοδο 2014-2020. Η Ελλάδα προβλέπεται να λάβει €281 εκατ. από το ΤΕΒΑ την περίοδο 2014-2020 και μαζί με την εθνική συμμετοχή, το ύψος του σχετικού επιχειρησιακού προγράμματος της χώρας ανέρχεται σε €331 εκατ., εκ των οποίων το 83,5% (€276 εκατ.) προσδιορίζεται για επισιτιστική συνδρομή.

Η αξιοποίηση των πόρων από το ΤΕΒΑ, ωστόσο, έχει καθυστερήσει σημαντικά στην Ελλάδα, όπου το πρόγραμμα υλοποιείται κυρίως από τις δημοτικές αρχές της χώρας. Τα πρώτα δυο έτη της επταετούς περιόδου εγκρίθηκαν μόλις το 0,8% των δαπανών του προγράμματος και καταβλήθηκαν σε δικαιούχους που υλοποιούν δράσεις μόλις το 0,7% του συνολικού προϋπολογισμού.

Περιορισμός της σπατάλης τροφίμων

Πέρα από τους πόρους από διεθνή προγράμματα, μια επιπλέον σημαντική πηγή πόρων για την καταπολέμηση της επισιτιστικής ένδειας είναι η αξιοποίηση του τροφικού πλεονάσματος. Δεν καταλήγουν όλα τα παραγόμενα τρόφιμα στην κατανάλωση. Ένα μέρος των τροφίμων που παράγονται αποσύρεται από την αλυσίδα εφοδιασμού και απορρίπτεται ή αξιοποιείται για άλλη χρήση (όχι ως τροφή), παρότι εμπεριέχει και τρόφιμα κατάλληλα για ανθρώπινη κατανάλωση.

Με βάση τη μεθοδολογία και τα στοιχεία της FAO (Οργανισμός Τροφίμων και Αγροτικής Παραγωγής του ΟΗΕ), υπολογίζεται ότι το 5,1% της παραγωγής τροφίμων στην Ελλάδα το 2013 αποτέλεσε βρώσιμο πλεόνασμα. Αυτό το ποσοστό είναι υπερδιπλάσιο σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ευρώπης το συγκεκριμένο έτος (2,3%), υψηλότερο σε σχέση και με τον παγκόσμιο μέσο όρο (4,5%). Ανάμεσα στα 28 κράτη μέλη της ΕΕ, υπολογίζεται ότι η Ελλάδα βρίσκεται στη πέμπτη χειρότερη θέση με βάση το ποσοστό της παραγωγής τροφίμων που αποτελεί βρώσιμο πλεόνασμα, και στην τέταρτη χειρότερη θέση σε όρους σπατάλης τροφίμων ανά άτομο (με 196 κιλά τον χρόνο ανά άτομο το 2013).

Ο περιορισμός της σπατάλης τροφίμων αποτελεί από μόνος του σημαντικό στόχο πολιτικής. Οι Στόχοι για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη του ΟΗΕ προβλέπουν τη μείωση κατά το ήμισυ της σπατάλης τροφίμων στο λιανικό εμπόριο και στην κατανάλωση παγκοσμίως μέχρι το 2030.

Ο θεσμός της τράπεζας τροφίμων

Ως προς την καταπολέμηση της επισιτιστικής ένδειας και της σπατάλης τροφίμων, λειτουργούν διεθνώς, και στην Ελλάδα, φορείς που έχουν συσσωρεύσει σημαντική τεχνογνωσία και έχουν αναπτύξει ειδικές υποδομές για αυτό τον σκοπό. Δραστηριοποιούνται ιδρύματα πρωτοβάθμιας φροντίδας, όπως συσσίτια, καταλύματα και γηροκομεία, τα οποία προσφέρουν γεύματα και τρόφιμα σε ευπαθείς ομάδες σε τοπικό επίπεδο. Επιπλέον, οργανώσεις δραστηριοποιούνται σε δευτεροβάθμιο επίπεδο στην κατανομή δωρεών τροφίμων προς τα ιδρύματα πρωτοβάθμιας φροντίδας.

Σε αυτό το πλαίσιο λειτουργούν και οι τράπεζες τροφίμων, οι οποίες λαμβάνουν δωρεές τροφίμων από επιχειρήσεις μεταποίησης και εμπορίου τροφίμων και τις προσφέρουν σε ιδρύματα πρωτοβάθμιας φροντίδας προς ανακούφιση της επισιτιστικής ένδειας. Ο θεσμός της τράπεζας τροφίμων έχει μακρά ιστορία και σημαντική παρουσία διεθνώς. Συμπληρώνεται μισός αιώνας από την ίδρυση της πρώτης Τράπεζας Τροφίμων στο Φοίνιξ (Phoenix), Αριζόνα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΗΠΑ) το 1967. Στην Ευρώπη, η πρώτη τράπεζα τροφίμων δημιουργήθηκε το 1984 στο Παρίσι και σύντομα μετά ακολούθησε η ίδρυση της τράπεζας τροφίμων στις Βρυξέλλες.

Το 1986 ιδρύθηκε η ευρωπαϊκή ομοσπονδία τραπεζών τροφίμων FEBA (Fédération Européenne des Banques Alimentaires), η οποία μετέφερε την τεχνογνωσία για τη δημιουργία τραπεζών τροφίμων σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Σήμερα, στη FEBA συμμετέχουν τράπεζες τροφίμων από 23 χώρες. Η Ελλάδα ήταν η δέκατη στη σειρά χώρα που εντάχθηκε στη FEBA, με την ίδρυση της Τράπεζας Τροφίμων – Ίδρυμα για την Καταπολέμηση της Πείνας, στην Αθήνα το 1995. Το 1998, η δραστηριότητα της Τράπεζας Τροφίμων επεκτάθηκε στη Θεσσαλονίκη με την έναρξη λειτουργίας παραρτήματος, το οποίο εξελίχθηκε σε ανεξάρτητο ίδρυμα το 2015.

Οι δύο τράπεζες τροφίμων υποστηρίζουν σε τακτική βάση τη λειτουργία δεκάδων κοινωφελών ιδρυμάτων στην Αττική και τη Θεσσαλονίκη (144 ιδρύματα με βάση στοιχεία για το 2014). Στα ιδρύματα που συνεργάζονται με τις τράπεζες τροφίμων περιλαμβάνονται συσσίτια, γηροκομεία, ιδρύματα φροντίδας παιδιών, κέντρα απεξάρτησης, φορείς υποστήριξης ΑΜΕΑ, κέντρα ψυχικής υγείας και άλλες δομές υποστήριξης ευπαθών κοινωνικών ομάδων. Οι τελικοί αποδέκτες της επισιτιστικής συνδρομής της Τράπεζας Τροφίμων στην Αττική ξεπέρασαν το 2014 τους 23 χιλ., στους οποίους διανεμήθηκαν 1,2 χιλ. τόνοι τροφίμων σε 341 χιλ. κιβώτια.

Ο θεσμός της τράπεζας τροφίμων έχει πολυετή παρουσία στην Ελλάδα, με αξιοσημείωτη δράση στην Αττική και τη Θεσσαλονίκη. Ωστόσο, τα προβλήματα επισιτιστικής ανασφάλειας δεν περιορίζονται στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας.  Η εκτεταμένη οικονομική κρίση στη χώρα θα δικαιολογούσε την ενισχυμένη δραστηριότητα των τραπεζών τροφίμων στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη και την αυξημένη παρουσία του θεσμού στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας.

Προτάσεις πολιτικής

Συμπερασματικά, στην Ελλάδα παρατηρούνται ταυτόχρονα αυξημένη επισιτιστική ανασφάλεια και αυξημένη σπατάλη τροφίμων. Επιπλέον, η αξιοποίηση των πόρων από την ΕΕ για την επισιτιστική συνδρομή έρχεται αντιμέτωπη με ιδιαίτερες δυσχέρειες. Παράλληλα, έχει αναπτυχθεί σημαντική δράση από κοινωφελή ιδρύματα στη χώρα μας, ωστόσο υπάρχουν σημαντικά περιθώρια για την περαιτέρω ανάπτυξη και αξιοποίησή τους. Προς αυτή την κατεύθυνση, στο πλαίσιο της μελέτης προτείνονται οι εξής ενέργειες:

  • Αναζήτηση της δυνατότητας στήριξης της ίδρυσης και της ανάπτυξης φορέων της κοινωνίας των πολιτών, στο πρότυπο επιτυχημένων παραδειγμάτων, για την καταπολέμηση της επισιτιστικής ανασφάλειας και της σπατάλης τροφίμων στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας.
  • Εξασφάλιση της δυνατότητας για περισσότερο ενεργή και ουσιαστική συμμετοχή των φορέων της κοινωνίας των πολιτών στον σχεδιασμό και στη διαχείριση της επισιτιστικής συνδρομής του ΤΕΒΑ.