Τι δείχνει η μελέτη της ΕΕΤΤ για τη βιωσιμότητα στις τεχνολογίες Πληροφορίας και Επικοινωνιών

Η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, σε συνεργασία με την εταιρεία WIK-CONSULT GMBH η οποία εξειδικεύεται στην έρευνα και συμβουλευτική στους τομείς των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (ECN) και των τεχνολογιών πληροφορικής (ICT), ολοκλήρωσε μελέτη βιωσιμότητας σε σχέση με τις Τεχνολογίες Πληροφορίας και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) με έμφαση στην Ελληνική αγορά. Η μελέτη αυτή αποτελεί μέρος των πρωτοβουλιών της ΕΕΤΤ για την προώθηση της ανάπτυξης, της ανταγωνιστικότητας και της εύρυθμης λειτουργίας των εποπτευόμενων αγορών, ενώ συνάδει με τους φιλόδοξους στόχους της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας για μηδενικούς ρίπους των αερίων θερμοκηπίου έως το 2050.

Η συγκεκριμένη μελέτη επικεντρώθηκε σε δύο βασικούς άξονες: α) στο αποτύπωμα άνθρακα των ΤΠΕ στην Ελλάδα, με ιδιαίτερη έμφαση στα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα, και β) σε προτάσεις πολιτικής για τη μείωση του αποτυπώματος άνθρακα. Αναδείχθηκαν σημαντικοί τομείς για δράση και βελτίωση, κατόπιν ανάλυσης της υφιστάμενης ευρωπαϊκής και εθνικής νομοθεσίας για το κλίμα, των δεδομένων που συνέλεξε η ΕΕΤΤ μέσω ερωτηματολογίων σε παρόχους τηλεπικοινωνιών και σχετικών μελετών που έχει πραγματοποιήσει το Σώμα Ευρωπαίων Ρυθμιστών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες (Body of European Regulators for Electronic Communications-BEREC).

Τα βασικά ευρήματα της μελέτης αφορούν στην έλλειψη χρήσης κοινών προτύπων από τους τρείς μεγάλους παρόχους στην Ελλάδα, οι οποίοι δημοσιεύουν στοιχεία για τη βιωσιμότητα. Επιπλέον, η διαφοροποίηση στον τρόπο παρουσίασης των στοιχείων και στο βαθμό λεπτομέρειας από τους παρόχους, δυσχεραίνει τη συγκρισιμότητα των αποτελεσμάτων και την αποτίμηση της προόδου. Με δεδομένη την ανάγκη για ευρωπαϊκή εναρμόνιση, η υιοθέτηση κοινών μεθόδων αναφοράς των εκπομπών άνθρακα κρίνεται απαραίτητη για τη διαφάνεια και τη συγκρισιμότητα, καθώς και για την παρακολούθηση βασικών δεικτών βιωσιμότητας στα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα.

Σύμφωνα με τη μελέτη, τα προτεινόμενα μέτρα για τη μείωση του αποτυπώματος άνθρακα στα δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών, αφορούν στην κοινή χρήση υποδομών και ενεργών στοιχείων όπου αυτό είναι εφικτό, στην αναβάθμιση τεχνολογιών με διευκόλυνση της ανάπτυξης ενεργειακά αποδοτικότερων τεχνολογιών και σταδιακής απόσυρσης παλαιών και λιγότερο αποδοτικών δικτυακών υποδομών. Επιπλέον, στην παροχή κινήτρων βιωσιμότητας, όπως μέσω της απονομής δικαιωμάτων φάσματος, τις κρατικές ενισχύσεις ή της χορήγησης αδειών. Τέλος, στο πλαίσιο της διαφάνειας για το περιβαλλοντικό αποτύπωμα των υπηρεσιών δικτύων, κρίνεται σκόπιμη η ενημέρωση των καταναλωτών μέσω ενημερωτικών δράσεων.

Παρά το γεγονός ότι η ΕΕΤΤ δεν έχει αρμοδιότητα για τα περιβαλλοντικά ζητήματα, μπορεί να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην κατανόηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των ΤΠΕ και στην ανάληψη πρωτοβουλιών για βιώσιμα δίκτυα και υπηρεσίες. Με τη μελέτη αυτή, η ΕΕΤΤ αποδεικνύει εμπράκτως τη δέσμευσή της στην προώθηση βιώσιμων λύσεων, ενισχύοντας την εναρμόνιση της Ελλάδας με τους ευρωπαϊκούς στόχους για την κλιματική αλλαγή, διαμορφώνοντας μια ισχυρή βάση για βιώσιμη ανάπτυξη των αγορών που εποπτεύει.