Οι CEOs δηλώνουν ότι ενώ ο ιδιωτικός τομέας μπορεί να ηγηθεί της κατάστασης, να κινητοποιήσει τα απαραίτητα κεφάλαια και να εφαρμόσει την αναγκαία τεχνολογία, η κλιματική αλλαγή επηρεάζει τις επιχειρήσεις και τις αλυσίδες εφοδιασμού πολύ νωρίτερα από το αναμενόμενο.
Στη μεγαλύτερη μελέτη αειφορίας που διεξήχθη μέχρι σήμερα από το UN Global Compact και την Accenture, μόλις 18% των CEOs δήλωσε ότι οι κυβερνήσεις και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν δώσει την απαιτούμενη σαφήνεια για την επίτευξη των στόχων βιωσιμότητας και κλιματικής αλλαγής. Οι ηγέτες των επιχειρήσεων κρούουν επίσης τον κώδωνα του κινδύνου για τις πρώιμες αναταράξεις που προκαλούνται απόρροια της κλιματικής αλλαγής και αναμένουν κυβερνητικές δράσεις, καθώς το περιθώριο για την επίτευξη του στόχου 1,5°C έως το 2030 έχει ήδη αρχίσει να συρρικνώνεται.
Σύμφωνα με τη μελέτη «Climate Leadership in the Eleventh Hour», η οποία περιλαμβάνει εκτενείς 1:1 συνεντεύξεις με περισσότερα από 100 κορυφαία Διοικητικά Στελέχη και μια έρευνα σε πάνω από 1.100 CEOs σε 113 χώρες και 21 κλάδους, οι ηγέτες του ιδιωτικού τομέα δυσκολεύονται να επιταχύνουν τις πρωτοβουλίες τους για το κλίμα, παρότι 73% εξ αυτών δηλώνει ότι αισθάνεται αυξανόμενη πίεση για δράση. Επίσης, 57% των ερωτηθέντων υποστηρίζει ότι δίνει προτεραιότητα σε κλιματικές δράσεις εν μέσω μάλιστα της ανάκαμψής τους από την πανδημία.
49% των CEOs θεωρεί τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα λόγω ακραίων καιρικών συνθηκών ως κορυφαίο κίνδυνο, αλλά μόνο 7% δήλωσε σχετική ετοιμότητα. Επιπλέον, 71% δηλώνει ότι εργάζεται ενεργά για την ανάπτυξη ενός στόχου καθαρών μηδενικών εκπομπών για την εταιρεία τους και 57% θεωρεί ότι λειτουργεί στην κατεύθυνση του στόχου 1,5°C. Ωστόσο, μόνο 2% αυτών των εταιρειών έχουν επίσημο στόχο που έχει επικυρωθεί από την πρωτοβουλία Science Based Targets.
«Υπάρχουν δύο πιθανοί δρόμοι μπροστά μας: μια άκρως λανθασμένη ‘business as usual’ προσέγγιση ή μια παγκόσμια οικονομία που προστατεύει τους ανθρώπους, τον πλανήτη και τη φύση», δήλωσε η Sanda Ojiambo, CEO και Executive Director του UN Global Compact. «Το ‘business as usual’ δεν αποτελεί πλέον επιλογή. Είναι σαφές, από τους CEOs που ρωτήσαμε, ότι η επιχειρηματική κοινότητα αισθάνεται απροετοίμαστη να αντιμετωπίσει το κατεπείγον της κλιματικής αλλαγής. Το UN Global Compact έχει να διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο βοηθώντας τις εταιρείες να αναπτύξουν πρακτικά εργαλεία και αποτελεσματικές πρακτικές για να αντιμετωπίσουν τις μελλοντικές προκλήσεις, διασφαλίζοντας παράλληλα τη συνεργασία με τις κυβερνήσεις σε επίπεδο πολιτικών και κανονιστικού πλαισίου».
Η μελέτη επισημαίνει επίσης ότι η επίδραση των επενδυτών και κεφαλαιαγορών στους CEOs μετακινήθηκε από την όγδοη θέση της λίστας το 2019 στις τρεις πρώτες το 2021, τάση η οποία αντανακλά την ολοένα αυξανόμενη πίεση που ασκούν οι επενδυτές στις επιχειρήσεις αναφορικά με τη χαρτογράφηση των κινδύνων και την κατανόηση των ευκαιριών που παρουσιάζονται.
«Οι Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης και οι δεσμεύσεις της Συμφωνίας του Παρισιού προσφέρουν έναν ξεκάθαρο οδικό χάρτη για το πώς οι επιχειρήσεις πρέπει να κινηθούν για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και την καινοτομία που απαιτείται για την επίλυση των μεγαλύτερων προκλήσεων της ανθρωπότητας. Αλλά, δεδομένου του στενού χρονικού διαστήματος που απομένει για την επίτευξη αυτών των στόχων και τις φυσικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής να γίνονται αισθητές νωρίτερα από ό,τι περίμεναν οι περισσότεροι CEOs, οι ηγέτες πρέπει να σηκωθούν το ανάστημά τους και να αναλάβουν ευθύνες για μετρήσιμες επιδόσεις», δήλωσε ο Peter Lacy, Chief Sustainability Officer της Accenture. «Η επιστήμη, η οικονομία και τα δεδομένα μάς λένε ότι όταν οι ηγέτες γεφυρώνουν την επιχειρηματική αξία με το αντίκτυπο της βιωσιμότητας και της τεχνολογίας, αναπτύσσεται σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα».
Η μελέτη του UN Global Compact και της Accenture υπογραμμίζει τις προσπάθειες από κορυφαίους CEOs να αυξήσουν τους προϋπολογισμούς βιωσιμότητας, να μετασχηματίσουν τις λειτουργίες και το εργατικό δυναμικό τους και να ενισχύσουν το R&D για την κλιματική αλλαγή, καλλιεργώντας υψηλότερα πρότυπα λογοδοσίας και αποδεικνύοντας στην πράξη τι είναι εφικτό όταν το όραμα συναντά τη δράση. Αν και σχεδόν 65% των ηγετών προωθεί ήδη νέες λύσεις και επιχειρηματικά μοντέλα για την επίτευξη των στόχων τους, μόνο 16% δήλωσε ότι η ωριμότητα των οργανισμών τους βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο.
«Οι CEOs συνήθιζαν να λένε ότι οι σχετικές τεχνολογίες βρίσκονται ακόμα σε εμβρυικό στάδιο. Πλέον, όμως έχουν ωριμάσει. Ή έλεγαν ότι οι επενδυτές και οι κεφαλαιαγορές δεν υποστήριζαν τις πρωτοβουλίες ESG. Αλλά πλέον το κάνουν. Κοινώς, αυτό που δεν έχουμε πια είναι χρόνος. Οι κυβερνήσεις πρέπει να δράσουν άμεσα και οι διευθύνοντες σύμβουλοι είναι έτοιμοι να ανταποκριθούν. Αυτό δεν είναι μόνο κάτι ηθικά σωστό, αλλά εμπεριέχει και σημαντική επιχειρηματική αξία», πρόσθεσε o Peter Lacy.
To COP26 αποτελεί ένα κομβικό σημείο. Οι ηγέτες των επιχειρήσεων, όντας συγκρατημένα αισιόδοξοι για τη διεθνή συνεργασία αναφορικά με την επίλυση της κλιματικής κρίσης, σημειώνουν πέντε κρίσιμα αιτήματα προκειμένου να αναλάβουν πιο τολμηρή δράση και να εκπληρώσουν τους στόχους των δεσμεύσεων της Συμφωνίας του Παρισιού. Αυτοί είναι:
- Ευθυγράμμιση των εθνικά καθορισμένων συνεισφορών (NDC) για την επίτευξη του 1,5°C
- Ενίσχυση της παγκόσμιας συνεργασίας για τους μηχανισμούς τιμολόγησης του άνθρακα στη βάση της Συμφωνίας του Παρισιού
- Εκπλήρωση και υπέρβαση των δεσμεύσεων για χρηματοδότηση $100 δις. στον Παγκόσμιο Νότο
- Καθιέρωση κοινών προτύπων για την προστασία της βιοποικιλότητας
- Αύξηση της επιχειρηματικής δέσμευσης στη διαμόρφωση κλιματικής πολιτικής για συλλογική δράση
«Αντιμετωπίζοντας μια τριπλή έκτακτη ανάγκη -κλιματική κρίση, κρίση βιοποικιλότητας και κρίση ρύπανσης- οφείλουμε όλοι να επιταχύνουμε τις ενέργειές μας. Ο ιδιωτικός τομέας έχει ιδιαίτερη ευθύνη στη συλλογική μας προσπάθεια να οικοδομήσουμε ένα βιώσιμο, ανθεκτικό και δίκαιο κόσμο και να ενεργήσουμε βάσει δεσμεύσεων με αξιόπιστα χρονοδιαγράμματα, στόχους και δράσεις. Έχουμε ό,τι χρειάζεται για να πραγματοποιήσουμε την υπόσχεση της Ατζέντας του 2030 και της Συμφωνίας του Παρισιού -αλλά απαιτείται η πλήρης δέσμευση καθενός από εμάς», κατέληξε η Amina J. Mohammed, United Nations Deputy Secretary General.