Τις λεπτομέρειες της εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Οδηγίας για τις Αναφορές Βιώσιμης Ανάπτυξης, Corporate Sustainability Reporting Directive (CSRD) από τις ελληνικές επιχειρήσεις, ανέλυσε η Κιάρα Κόντη, Εταίρος της EY Ελλάδος και Επικεφαλής Υπηρεσιών Κλιματικής Αλλαγής και Βιώσιμης Ανάπτυξης στην Ελλάδα και την περιοχή της Κεντρικής, Ανατολικής, Νοτιοανατολικής Ευρώπης και Κεντρικής Ασίας (CESA), στο πλαίσιο του πάνελ “Building trust and transparency towards a sustainable future: the Corporate Sustainability Reporting Directive (CSRD)”, στο 9ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών.
Νωρίτερα, κατά την εναρκτήρια τοποθέτησή της, η συντονίστρια του πάνελ, κυρία Χριστιάνα Παναγίδου, Εταίρος στο Τμήμα Ελεγκτικών Υπηρεσιών της EY Ελλάδος και Επικεφαλής Υπηρεσιών Εταιρικής Πληροφόρησης στην Ελλάδα και την περιοχή CESA, έθεσε το πλαίσιο της συζήτησης, διερωτώμενη κατά πόσο μπορεί η πράσινη μετάβαση των επιχειρήσεων να υλοποιηθεί χωρίς κανονισμούς και τρόπους αξιολόγησης των επιδόσεων των οργανισμών σε θέματα βιώσιμης ανάπτυξης. Σε αυτό το πλαίσιο, σημείωσε ότι η Οδηγία CSRD, έρχεται για να θέσει τους στόχους του Green Deal της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε επίπεδο εταιρειών, με δομημένο και μετρήσιμο τρόπο. Αντίστοιχα, η κυρία Παναγίδου, σημείωσε ότι οι εκθέσεις βιώσιμης ανάπτυξης μπορούν να αποτελέσουν ευκαιρία για τις εταιρείες, για περισσότερη διαφάνεια, ενίσχυση της βιώσιμης ανάπτυξης, αλλά και την προσέλκυση περισσότερων επενδύσεων που θα υποστηρίξουν την ανάπτυξή τους.
Με τη σειρά της, η κυρία Κόντη εξήγησε ότι η «καινοτομία» που εισάγει η νέα Οδηγία CSRD, σε σχέση με την παλαιότερη NFRD, είναι ότι ζητά πλέον από τις εταιρείες να δημοσιοποιούν μία δήλωση βιώσιμης ανάπτυξης, αναγνωρίζοντας την ιδιαίτερη φύση των θεμάτων αυτών, ως κάτι περισσότερο από απλώς μη χρηματοοικονομικά.
Η μεγάλη αλλαγή, δε, εξήγησε, έχει να κάνει με την εισαγωγή της έννοιας της «διπλής ουσιαστικότητας». Όπως, σημείωσε, η κυρία Κόντη, οι εταιρείες καλούνται, δηλαδή, στο νέο πλαίσιο, να ενισχύσουν τη διαφάνεια της πληροφόρησης που δημοσιοποιούν σχετικά με τους τρόπους που επηρεάζουν μέσα από τη δραστηριότητά τους, τους ανθρώπους και το περιβάλλον. Παράλληλα, όμως, στο πλαίσιο της διπλής ουσιαστικότητας, οι εταιρείες καλούνται να εξηγούν και πώς επηρεάζονται και οι ίδιες από τα θέματα βιώσιμης ανάπτυξης, με χρηματοοικονομικούς όρους, με αποτέλεσμα να ενισχύεται και η σύνδεση των εκθέσεων βιώσιμης ανάπτυξης με τις οικονομικές καταστάσεις.
Στην ουσία, η Οδηγία CSRD, εισάγει ένα εύρωστο πλαίσιο προκειμένου οι εταιρείες να γνωστοποιούν στα ενδιαφερόμενά τους μέρη, με impact-based δείκτες, τις επιδράσεις που δημιουργούν προς τα έξω, αλλά και τους κινδύνους και τις ευκαιρίες που προέρχονται από το εξωτερικό τους περιβάλλον και συνεπάγονται χρηματοοικονομικό κόστος ή έσοδο.
Κλείνοντας, η κυρία Κόντη υπογράμμισε ότι η εφαρμογή της Οδηγίας CSRD, αποτελεί τεράστια ευκαιρία για τις εταιρείες να αναδείξουν πώς δημιουργούν αξία και πώς αντίστοιχα, μειώνουν τις αρνητικές τους επιδράσεις, κάτι που μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε μετασχηματισμό του επιχειρηματικού μοντέλου, των προϊόντων και υπηρεσιών.