Ο Νίκος Πέτρου, Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Προστασίας της Φύσης (ΕΕΠΦ) και Αντιπρόεδρος του Foundation for Environmental Education (FEE), μίλησε για ορισμένα στοιχεία σχετικά με την COP29 σε άρθρο του.
Ολόκληρο το άρθρο του:
«Σήμερα ξεκίνησε, στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν, η 29η Διάσκεψη των Μερών της Σύμβασης Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για το Κλίμα και την Κλιματική Αλλαγή (United Nations Framework Convention for Climate and Climate Change – UNFCCC), η COP29. Στον απόηχο των καταστροφικών πλημμυρών στη Βαλένθια και της επανεκλογής του αρνητή της κλιματικής αλλαγής Ντόναλντ Τραμπ στην Προεδρία των ΗΠΑ, η COP29 συγκαλείται και πάλι σε μια πετρελαιοπαραγωγό χώρα, με μεγάλη παρουσία των εταιρειών ορυκτών καυσίμων, όπως και πέρσι στο Ντουμπάι.
Σε έναν άλλο παραλληλισμό με την COP28, το BBC αποκάλυψε προχθές βίντεο στο οποίο ο διευθύνων σύμβουλος της COP29, Elnur Soltanov, φαίνεται να συμφωνεί σε διευκόλυνση συμφωνιών για ορυκτά καύσιμα κατά τη διάρκεια της διάσκεψης. Μια οργάνωση ακτιβιστών, η Global Witness, προσποιήθηκε ότι ήταν επενδυτική εταιρεία πετρελαίου και φυσικού αερίου, ζητώντας συμφωνίες σε αντάλλαγμα για τη χορηγία της διοργάνωσης. Στις συνομιλίες, ο Soltanov, Αναπληρωτής Υπουργός Ενέργειας της χώρας και μέλος του ΔΣ της εθνικής ενεργειακής εταιρείας Socar, εμφανίζεται να αποδέχεται το αίτημα και αναφέρει ότι το φυσικό αέριο θα είναι το «μεταβατικό καύσιμο» και ότι τα ορυκτά καύσιμα θα συνεχίσουν να έχουν θέση στο μέλλον «ίσως για πάντα». Μάλιστα, αξιωματούχοι της COP29 έφεραν τους «επενδυτές» σε επαφή με τη Socar για να εξετάσουν δυνατότητες ανάπτυξης νέων πεδίων φυσικού αερίου και εμφανίστηκαν πρόθυμοι να εξαιρέσουν την εταιρεία, εφόσον χορηγούσε τη διάσκεψη, από περιβαλλοντικές δεσμεύσεις, όπως την υποχρέωση να υπογράψει δέσμευση για μείωση των εκπομπών.
Όπως ήταν φυσικό, η αποκάλυψη έχει προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις και έχει εντείνει τις εκκλήσεις οργανώσεων, ακτιβιστών αλλά και χωρών να αποκλειστούν οι λομπίστες της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων από τις μελλοντικές COP.
Κύριο αντικείμενο της φετινής COP είναι τα οικονομικά, φαίνεται όμως ότι το ενδιαφέρον είναι περιορισμένο, καθώς θα απουσιάσουν πολλοί παγκόσμιοι ηγέτες. Μεταξύ τους ο βασιλιάς Κάρολος, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ο καγκελάριος της Γερμανίας Όλαφ Σολτ, οι πρόεδροι των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, της Ρωσίας Βλάντιμιρ Πούτιν, της Κίνας Σι Τζινπίνγκ, της Βραζιλίας Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα και της Νότιας Αφρικής Σιρίλ Ραμαφόσα, και οι πρωθυπουργοί της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν, του Καναδά Τζάστιν Τρουντό, της Ινδίας Ναρέντρα Μόντι και της Αυστραλίας Άντονι Αλμπανέζε. Οι χώρες τους θα εκπροσωπηθούν σε χαμηλότερο επίπεδο.
Οι χώρες πρόκειται να θέσουν έναν νέο παγκόσμιο στόχο (New Collective Quantified Goal – NCQG) για τη χρηματοδότηση κλιματικών δράσεων. Με τη Συμφωνία του Παρισιού, οι πλούσιες χώρες έχουν δεσμευτεί να υποστηρίζουν οικονομικά τις δράσεις μετριασμού και προσαρμογής στις αναπτυσσόμενες, όμως οι περισσότεροι αναγνωρίζουν ότι ο υπάρχων στόχος των 100 δισ. δολάρια ετησίως είναι απολύτως ανεπαρκής.
Οι φτωχές χώρες ζητούν αύξηση της χρηματοδότησης στο 1 τρισ. δολάρια ετησίως ως το 2035, σύμφωνα με υπολογισμούς των αναγκών που είχαν ήδη γίνει για την COP27. Οι πλούσιες χώρες θα προσπαθήσουν να συμφωνήσουν σε πολύ χαμηλότερο ποσό, ίσως και κάτω από το μισό, και για την κάλυψη της διαφοράς θα παραπέμψουν σε νέους τρόπους χρηματοδότησης μέσω νέων φόρων επί των ορυκτών καυσίμων, κατάργησης επιδοτήσεων των πετρελαϊκών εταιρειών κ.ά. Σχεδόν σίγουρα όμως, αυτές οι «καινοτόμες πηγές χρηματοδότησης», που ήδη συζητούνται από την COP27 δεν θα οριστικοποιηθούν στη συνάντηση του Μπακού, αλλά θα παραπεμφθούν σε επόμενες COP.
Οι αναπτυγμένες χώρες, και ιδιαίτερα η Ευρωπαϊκή Ένωση, ζητούν επιτακτικά να συμπεριληφθούν στους «οφειλέτες» χώρες όπως η Κίνα, η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ και τα ΗΑΕ, οι οποίες, παρά τον πλούτο τους, διεκδικούν ακόμη το καθεστώς αναπτυσσόμενης χώρας που είχαν όταν εντάχθηκαν στην UNFCCC το 1992. Αν αυτές οι διαφορές δεν γεφυρωθούν, θα είναι δύσκολο να συμφωνηθεί ένας ουσιαστικός NCQG.
Μετά την ιστορική απόφαση της COP 28 για την ίδρυση του Ταμείου Απωλειών και Ζημιών (Loss and Damage Fund), το οποίο θα διαχειρίζεται αρχικά η Παγκόσμια Τράπεζα, χρειάζονται γενναίες αποφάσεις για το τελικό ποσό που απαιτείται για να καλυφθούν οι ζημιές, που εκτιμώνται σήμερα σε 400 δισ. δολάρια ετησίως με αυξητική τάση, για τη σύνδεση του Ταμείου με τον μετριασμό και τα μέτρα προσαρμογής και για τους μηχανισμούς εκταμίευσης. Είναι αμφίβολο αν θα υπάρξει ουσιαστική πρόοδος.
H ρύθμιση της αγοράς άνθρακα με τη δημιουργία παγκόσμιου χρηματιστηρίου άνθρακα είναι ένα άλλο θέμα που εκκρεμεί επί μακρόν. Στο Άρθρο 6.4 της Συμφωνίας του Παρισιού περιγράφεται ένας παγκόσμιος μηχανισμός αγοράς που θα «συμβάλλει στον μετριασμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και στη στήριξη της αειφόρου ανάπτυξης». Από τότε όμως, το Εποπτικό Όργανο του Άρθρου 6.4, που είχε αναλάβει τον σχεδιασμό αυτού του μηχανισμού, συνεδρίασε για πρώτη φορά μόλις το 2022 και, με βιαστικές συνεδρίες, παρουσίασε ένα σχέδιο του μηχανισμού στην COP28, όπου όμως δεν υπήρξε συμφωνία. Περιβαλλοντικές οργανώσεις, επιστήμονες και πολλές αναπτυσσόμενες χώρες επισημαίνουν πως πρόκειται για ακόμα μία προσπάθεια σε λάθος κατεύθυνση. Πέρα από την προώθηση των οικονομικών συμφερόντων των πλούσιων χωρών, το σχέδιο για Παγκόσμιο Χρηματιστήριο Άνθρακα κατηγορείται πως δεν θα είναι χρήσιμο για τον περιορισμό των εκπομπών, καθώς βασίζεται στην αποτυχημένη ιδέα των «αντισταθμίσεων άνθρακα» (carbon offsets). Για παράδειγμα, μια εταιρεία αγοράζει μια «δέσμευση μη αποψίλωσης» μιας δασικής έκτασης και, χωρίς να αλλάξει τα επίπεδα εκπομπών αερίων της, υπολογίζει το CO2 που αυτή η δασική έκταση θα απορροφήσει ως αντιστάθμισμα. Έτσι, δίνει την εντύπωση πως έχει επιτύχει ή οδεύει προς την επίτευξη «μηδενικού ισοζυγίου» εκπομπών, χωρίς να έχει αλλάξει απολύτως τίποτα στα επίπεδα αερίων που εκπέμπει. Με το σύστημα αυτό ενδέχεται οι πλούσιες χώρες και οι μεγαλύτεροι ρυπαντές να καθυστερήσουν σημαντικά την απαγκίστρωση από τα ορυκτά καύσιμα και να συνεχίσουν να ρυπαίνουν ενώ προσποιούνται πως κάνουν βήματα προόδου μέσω της εξαγοράς της προόδου μικρότερων, φτωχότερων κρατών. Το εμπόριο άνθρακα έχει αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία φέτος, καθώς θα μπορούσε να είναι πηγή πόρων για τον NCQG, αν και τα ποσά που θα συγκεντρωθούν δεν θα ξεπερνούν τις λίγες δεκάδες δισ. δολάρια. Φαίνεται όμως ότι το Άρθρο 6.4 δεν είναι ανάμεσα στις προτεραιότητες της Προεδρίας της COP29.
Αν και το κύριο θέμα θα είναι τα οικονομικά, oι χώρες πρέπει να υποβάλλουν τους αναθεωρημένους στόχους για τις Εθνικά Καθορισμένες Προθέσεις Συνεισφοράς (Nationally Determined Contributions – NDCs) ως τον Φεβρουάριο του 2025, ώστε να οριστικοποιηθούν στην COP30 στη Βραζιλία. Οι προτάσεις που έχουν υποβληθεί μετά τον περσινό Παγκόσμιο Απολογισμό (Global Stocktake) είναι συχνά αντιδιαμετρικές και η σύνθεσή τους με τρόπο που θα εμπνεύσει και θα οδηγήσει τις χώρες σε ανάληψη αποτελεσματικών δράσεων και πολιτικών θα είναι δύσκολη. Η εκλογή Τραμπ ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά την προσπάθεια ισχυροποίησης των στόχων, καθώς οι «δύσκολες» χώρες μπορεί να συνταχθούν με την, σχεδόν σίγουρα, αρνητική θέση των ΗΠΑ. Η Προεδρία της COP29 θα κριθεί και από την επιτυχία ή αποτυχία της να πείσει τις χώρες να υποβάλλουν έγκαιρα ουσιαστικούς νέους στόχους.
Ίσως η μεγαλύτερη επιτυχία της COP28 ήταν η δέσμευση για απεξάρτηση από όλα τα ορυκτά καύσιμα. Το τελικό κείμενο ανέφερε την ανάγκη «άμεσης και δραστικής μείωσης των εκπομπών κατά 43% ως το 2030 και 65% ως το 2035 σε σχέση με τα επίπεδα του 2019 και μηδενικού ισοζυγίου άνθρακα έως το 2050 για να μείνουμε στο μονοπάτι του 1,5οC». Έκτοτε όμως, μια ομάδα χωρών που συνασπίζονται γύρω από τη Σαουδική Αραβία και εμφανίζονται ως «ομονοούσες αναπτυσσόμενες χώρες» (like-minded developing countries), δηλαδή οι πλούσιες πετρελαιοπαραγωγές πρώην αναπτυσσόμενες χώρες, προσπαθούν με κάθε τρόπο να αποδυναμώσουν τις προβλέψεις της περσινής απόφασης. Βασικοί τους ισχυρισμοί είναι ότι η απόφαση δεν είναι δεσμευτική αλλά προαιρετική και ότι «εκβιάστηκαν» χωρίς να έχουν τον χρόνο να αξιολογήσουν το θέμα … λες και 28 χρόνια δεν ήταν αρκετά. Ας ελπίσουμε ότι η Προεδρία της COP δεν θα ενδώσει σε τέτοιες πιέσεις, αλλά θα λάβει υπ’ όψη της τις εκκλήσεις οργανώσεων και επιστημόνων προς τις εταιρείες ορυκτών καυσίμων να μειώσουν τις εκπομπές μεθανίου αλλά και τις χώρες να επιβάλουν νομοθεσία που θα τις υποχρεώνει προς αυτήν την κατεύθυνση.
Αν και η ανάγκη ουσιαστικών μέτρων και δεσμευτικών αποφάσεων γίνεται ολοένα και επιτακτικότερη, δυστυχώς παράλληλα μεγαλώνει και η υστέρηση της ανταπόκρισης της παγκόσμιας κοινότητας. Με δεδομένο και το ιστορικό των προηγούμενων COP, μάλλον δεν πρέπει να περιμένουμε πολλά από τη συνάντηση στο Μπακού».