Καθώς οι πολίτες/καταναλωτές δείχνουν όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον για περιβαλλοντικά ζητήματα, οι επιχειρήσεις καλούνται να ανταποκριθούν στις νέες προσδοκίες που δημιουργούνται. Στην Ελλάδα, όμως, η κρίση δημιουργεί προβλήματα.
Σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό φαίνεται να απασχολούν περιβαλλοντικά ζητήματα όπως η Κλιματική Αλλαγή και η Ανακύκλωση τους Έλληνες πολίτες/καταναλωτές, με φυσικό επακόλουθο να αυξάνονται και οι «πράσινες» απαιτήσεις από τις επιχειρήσεις. Καθώς, λοιπόν, η Προστασία και η Βελτίωση του Περιβάλλοντος καθίσταται όλο και πιο σημαντική για το σύνολο του πληθυσμού, οι επιχειρήσεις, τόσο της διεθνούς όσο και της εγχώριας σκηνής, που έχουν επιλέξει να λειτουργούν με βάση τις αρχές του Υπεύθυνου Επιχειρείν, καταβάλλουν κάθε προσπάθεια να φανούν αντάξιες των «πράσινων» προσδοκιών και να συνδράμουν ουσιαστικά στη δημιουργία ενός βιώσιμου μέλλοντος για όλους μας.
Οι Ευρωπαίοι ανησυχούν για το περιβάλλον
Δεν θα μπορούσαν, άλλωστε, να κάνουν και διαφορετικά, από τη στιγμή που όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη γενικότερα η περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση βαίνει διαρκώς αυξανόμενη. Πιο συγκεκριμένα, η συντριπτική πλειοψηφία των Ευρωπαίων πολιτών παρουσιάζεται να πιστεύει πως η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και η αποδοτικότερη χρήση της ενέργειας μπορούν να τονώσουν την οικονομία και την απασχόληση, σύμφωνα με ειδική δημοσκόπηση του Ευρωβαρόμετρου σχετικά με την κλιματική αλλαγή. Ανάμεσα στις χώρες όπου τα οικονομικά οφέλη της δράσης για το κλίμα και της ενεργειακής απόδοσης αναγνωρίζονται σε μεγαλύτερο βαθμό είναι και κάποια από τα κράτη-μέλη που επλήγησαν περισσότερο από την οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση. Ειδικότερα, το 80% των ερωτηθέντων Ευρωπαίων συμφωνούν ότι η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής και η αποδοτικότερη χρήση της ενέργειας μπορούν να τονώσουν την οικονομία και την απασχόληση, με το 31% να απαντά «Συμφωνώ απόλυτα» και το 49% «Μάλλον συμφωνώ». Τα μεγαλύτερα ποσοστά ερωτηθέντων που συμφωνούν απόλυτα σημειώνονται στην Ισπανία (52%), στη Σουηδία (50%), στη Μάλτα (44%), στην Ιρλανδία και στην Κύπρο (43%) και στην Ελλάδα (42%).
Το 70% των Ευρωπαίων συμφωνούν ότι η μείωση των εισαγωγών ορυκτών καυσίμων θα μπορούσε να ωφελήσει οικονομικά την Ε.Ε., με το 26% να απαντά «Συμφωνώ απόλυτα» και το 44% «Μάλλον συμφωνώ». Τα μεγαλύτερα ποσοστά ερωτηθέντων που συμφωνούν απόλυτα σημειώνονται στην Ισπανία (45%), στην Αυστρία (40%), στην Κύπρο (38%), στην Ιρλανδία (37%), στην Πορτογαλία (34%) και στη Μάλτα (34%).
Εννέα στους δέκα Ευρωπαίους θεωρούν ότι η κλιματική αλλαγή αποτελεί σοβαρό πρόβλημα. Η μεγάλη πλειονότητα εξ αυτών -69%- τη χαρακτηρίζει «πολύ σοβαρό» πρόβλημα, ενώ το 21% «αρκετά σοβαρό» πρόβλημα. Μόνο το 9% δεν τη θεωρεί σοβαρό πρόβλημα. Η μεγάλη πλειονότητα των Ευρωπαίων υποστηρίζει την ανάληψη δράσης σε εθνικό επίπεδο για την ενεργειακή απόδοση και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας Το 92% των ερωτηθέντων θεωρούν ότι είναι σημαντικό να υπάρξει στήριξη από τις κυβερνήσεις τους για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης έως το 2030, με λίγο περισσότερους από τους μισούς (51%) να το χαρακτηρίζουν «πολύ σημαντικό». Σε ό,τι αφορά τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, το 90% πιστεύει ότι είναι σημαντικό η κυβέρνησή τους να θέσει στόχους για τη βελτίωση της χρήσης ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έως το 2030, με το 49% να το θεωρεί «πολύ σημαντικό».
Τέλος, το 50% των Ευρωπαίων δηλώνουν ότι έχουν αναλάβει κάποιου είδους δράση για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής μέσα στους τελευταίους έξι μήνες, ποσοστό ελαφρώς μειωμένο από το 53% του 2011. Οι συνηθέστερες δράσεις είναι η μείωση και ανακύκλωση των απορριμμάτων (69%) και η προσπάθεια για μείωση της χρησιμοποίησης ειδών μίας χρήσης (51%).
Ακόμη μεγαλύτερη ανησυχία στην Ελλάδα
Στη χώρα μας το ζήτημα φαίνεται πως έχει να πάρει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις, καθώς το 87% των Ελλήνων που συμμετείχαν σε παγκόσμια έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε 39 χώρες από την Pew Research Center δήλωσαν την παγκόσμια κλιματική αλλαγή ως δεύτερη σημαντικότερη απειλή για τη χώρα. Το ποσοστό αυτό αναδεικνύει την Ελλάδα ως την πλέον ευαισθητοποιημένη χώρα και στο συγκεκριμένο τομέα, όταν άλλες χώρες του δυτικού πολιτισμού δεν δείχνουν να συμμερίζονται τις ανησυχίες μας. Φυσικά, σαν μεγαλύτερη απειλή για τη χώρα δήλωσαν σε ποσοστό 95% την παγκόσμια οικονομική αστάθεια.
Η Ελλάδα βρίσκεται στον τομέα της παγκόσμιας κλιματικής αλλαγής σημαντικά υψηλότερα τόσο πάνω από τον παγκόσμιο μέσο όρο, όσο και τον ευρωπαϊκό (54% και στις δύο περιπτώσεις). Οι μόνες που την ακολουθούν, με ποσοστά άνω του 70%, είναι η Νότιος Κορέα, η Βραζιλία, ο Λίβανος, η Ιαπωνία και η Αργεντινή.
Σε ανάλογα συμπεράσματα καταλήγει και το Κοινωνικό Βαρόμετρο ASBI – 2013, που υλοποίησε για 11η χρονιά η MEDA Communication σε συνεργασία με το Ινστιτούτο ερευνών VPRC, που καταδεικνύει μεν το αυξημένο ενδιαφέρον των πολιτών για περιβαλλοντικά θέματα, αλλά τονίζει και το έντονο κλίμα αμφισβήτησης και ανησυχίας που υπάρχει όσον αφορά τη στάση και τις δράσεις της πολιτείας, των επιχειρήσεων και γενικότερα των θεσμών, όσον αφορά την προστασία του περιβάλλοντος.
Εστιάζοντας στα περιβαλλοντικά θέματα και με στόχο να καταγραφεί η στάση των πολιτών για την κλιματική αλλαγή, τόσο σε επίπεδο απόψεων όσο και συναισθημάτων, όπως και η άποψή τους για το ποιοι φορείς έχουν συμβάλει στην Ελλάδα για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, στο Κοινωνικό Βαρόμετρο ASBI – 2013 αναπτύχθηκε μια σειρά μεταβλητών, βάσει των οποίων προκύπτει πως σχεδόν εννέα στους δέκα πο-
λίτες συμφωνούν με την άποψη ότι η κλιματική αλλαγή επηρεάζει τη χώρα μας και ότι θα μειώσει αισθητά την ποιότητα ζωής των επόμενων γενεών. Επίσης, επτά στους δέκα πιστεύουν ότι ο κάθε πολίτης μπορεί να συμβάλει με δική του πρωτοβουλία, ενώ πέντε στους δέκα δηλώνουν ότι γνωρίζουν ενέργειες για τον περιορισμό της. Σε επίπεδο συναισθημάτων που τους προκαλεί η κλιματική αλλαγή, κυριαρχούν κυρίως ο φόβος για το 51% των πολιτών, ο θυμός για το 41%, ενώ λύπη δηλώνει το 32,7% των πολιτών. Τέλος, διχασμένοι παρουσιάζονται και φέτος οι πολίτες για το αν είναι περισσότερο σημαντικό να αντιμετωπίζει κανείς τα προβλήματα της καθημερινότητάς του από το να προβληματίζεται για τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής τα επόμενα 50 χρόνια, αφού το 38% των πολιτών δηλώνει ότι συμφωνεί, ενώ το 40% δηλώνει ότι διαφωνεί.
Προβληματισμός για το μέλλον
Βάσει των αποτελεσμάτων της ποιοτικής έρευνας, διαπιστώθηκε προβληματισμός και ανησυχία όσον αφορά την κατάσταση για το Περιβάλλον. Η πλειονότητα των συμμετεχόντων έκανε λόγο για καταστροφικές επιλογές κυβερνήσεων και επιχειρήσεων παγκοσμίως, οι οποίες επέφεραν σημαντικές επιπτώσεις στο κλίμα και κατ’ επέκταση στα καιρικά φαινόμενα. Επίσης, έκαναν λόγο για το φαινόμενο
του θερμοκηπίου, αλλά και για το γεγονός ότι, τουλάχιστον στη χώρα μας, η τρέχουσα οικονομική συγκυρία, αλλά και η παραδοσιακή γραφειοκρατική νοοτροπία, δεν εγγυώνται την ανάληψη πρωτοβουλιών, οι οποίες θα βοηθήσουν στη βελτίωση των περιβαλλοντικών όρων στη χώρα. Αναφορές των συμμετεχόντων έκαναν λόγο για την κρατική αδιαφορία ή και ασυδοσία, η οποία επέτρεψε την καταστροφη δασικών εκτάσεων και πνευμόνων πρασίνου είτε μέσω πυρκαγιών είτε μέσω της αυθαίρετης δόμησης, ενώ μέρος των συμμετεχόντων έκανε λόγο και για το έλλειμμα παιδείας και πολιτισμού που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία, το οποίο εμποδίζει την υιοθέτηση μιας νέας στάσης ζωής απέναντι στο περιβάλλον.
Δυσκολίες λόγω κρίσης
Ακόμη, σύμφωνα με την έρευνα, σχεδόν έξι στους δέκα Έλληνες δηλώνουν τη διαφωνία τους σχετικά με το ενδιαφέρον των επιχειρήσεων σε ό,τι αφορά την προστασία του περιβάλλοντος και την κοινωνική συνοχή. Βάσει των αποτελεσμάτων των ποιοτικών ερευνών, η επιφυλακτικότητα των πολιτών -η οποία εμφανίζεται σε διάφορες διαβαθμίσεις, από απλό προβληματισμό έως ενισχυμένη καχυποψία ή παντελή απόρριψη της πρότασης- συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με τη σημερινή οικονομική συγκυρία.
Ειδικά για τις δράσεις περιβαλλοντικού χαρακτήρα, διάχυτη ήταν η αίσθηση ότι ως προς την περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση, όχι μόνο των επιχειρήσεων αλλά και των πολιτών και της πολιτείας, η Ελλάδα υστερεί σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ενώ μέρος των συμμετεχόντων επεσήμανε τις δυσκολίες επίτευξης προόδου στον εν λόγω τομέα, δεδομένης της οικονομικής κρίσης που υποβαθμίζει τις περιβαλλοντικές πρωτοβουλίες σε δράσεις δευτερεύουσας σημασίας, αλλά και του πολιτισμικού ελλείμματος στο συγκεκριμένο τομέα.
Άλλωστε, σύμφωνα με μελέτη της Infobank Hellastat Α.Ε., η κρίση και η οικονομική ύφεση έχει πλήξει και τον κλάδο ανακύκλωσης και διαχείρισης απορριμμάτων.Σύμφωνα με τον Αλέξη Νικολαΐδη, Economic Research & Sectoral Studies Analyst, τα τελευταία δύο χρόνια η οικονομική ύφεση έχει προκαλέσει υποχώρηση στην ποσότητα αποβλήτων συσκευασίας λόγω της φθίνουσας κατανάλωσης προϊόντων.
Σύμφωνα, πάντως, με την έρευνα της Infobank Hellastat, το χαρτί αναδεικνύεται ως το πλέον ανακυκλώσιμο υλικό: το 2012 ανακυκλώθηκαν 213.000 τόνοι, ποσότητα που αποτελεί το 56% του συνόλου. Η ποσότητα πλαστικού διαμορφώθηκε στους 57.000 τόνους (15%), ενώ ακολούθησε το γυαλί με 54.000 τόνους (14,2%), τα μέταλλα με 39.000 τόνους (10,3%) και το ξύλο με 17.000 τόνους (4,5%). Επομένως, οι εθνικοί στόχοι επιτυγχάνονται σε χαρτί/χαρτόνι, πλαστικό, γυαλί και ξύλο, ενώ αντιθέτως καταγράφεται υστέρηση στα μέταλλα.
Στη μελέτη, επίσης, τονίζεται πως παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει ήδη επιτευχθεί, η Ελλάδα εξακολουθεί να κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις της Ε.Ε., καθώς μόλις το 15% των απορριμμάτων ανακτάται και επεξεργάζεται, ενώ σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες η επίδοση αυτή διαμορφώνεται έως και σε 70% (ο στόχος τίθεται σε 50% έως το 2020).
Ακόμη αναφέρεται πως στη χώρα εξακολουθούν να λειτουργούν αρκετές παράνομες χωματερές, παρά τη σημαντική μείωση που έχει επιτευχθεί διαχρονικά, γεγονός που συνεπάγεται δέσμευση σημαντικών κονδυλίων για την αποκατάστασή τους, αλλά και απειλή επιβολής προστίμων από την Ε.Ε.
Ανοδική πορεία για την ανακύκλωση ηλεκτρικών συσκευών
Βέβαια, θα πρέπει να αναφερθεί πως υπάρχουν και θετικά στοιχεία, που επιτρέπουν αισιοδοξία. Πιο συγκεκριμένα, αξίζει να σημειωθεί πως την άνοδο της ευαισθητοποίησης όσον αφορά τη γενικότερη προστασία του περιβάλλοντος αλλά και τη μεγαλύτερη διάχυση της κουλτούρας της ανακύκλωσης καταδεικνύουν και τα θετικά αποτελέσματα που ανακοίνωσε η Ανακύκλωση Συσκευών Α.Ε. κατά το πρώτο τετράμηνο του 2014, αφού η συλλογή ηλεκτρικών συσκευών προς ανακύκλωση κατέγραψε άνοδο της τάξης του 8% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τετράμηνο του 2013.
Αναλυτικότερα, στην αύξηση της συλλογής των προς ανακύκλωση συσκευών παρουσιάζονται να έχουν συμβάλει ιδιαίτερα τα καταστήματα ηλεκτρικών ειδών, σούπερ μάρκετ και πολλά άλλα καταστήματα που συνεργάζονται με την Ανακύκλωση Συσκευών Α.Ε. Κατά το πρώτο τετράμηνο του έτους, τα σημεία λιανικής υπερδιπλασίασαν τη συλλογή τους σε πολλές κατηγορίες συσκευών, όπως είναι ο εξοπλισμός τηλεπικοινωνιών και πληροφορικής και τα ηλεκτρικά εργαλεία. Ειδικά για την ανακύκλωση μεγάλων ηλεκτρικών συσκευών, όπως ψυγεία, λευκές συσκευές και κλιματιστικά, η οριακή αύξηση συλλογής κατά 4% -μετά από συνεχή πτωτική πορεία τριών ετών- είναι ενδεικτική της μικρής ανάκαμψης του κλάδου.
Εντυπωσιακή είναι, επίσης, η πρόοδος στην ανακύκλωση των λαμπτήρων, που παρουσιάζουν 32% μεγαλύτερη συνολική συλλογή, τόσο λόγω της αυξανόμενης ευαισθητοποίησης των καταναλωτών, όσο και λόγω της επέκτασης των συνεργασιών της Ανακύκλωση Συσκευών Α.Ε. με επιχειρήσεις και δήμους. Σημειώνεται ότι η ανακύκλωση των χαλασμένων λαμπτήρων είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς οι λάμπες σπάνε όταν θάβονται στις χωματερές, με αρνητικές συνέπειες για το περιβάλλον.
Όπως φαίνεται από τα στοιχεία της Ανακύκλωσης Συσκευών Α.Ε., κάθε χρόνο περισσότερες επιχειρήσεις και δημόσιοι οργανισμοί γνωρίζουν τη δυνατότητα να παραδίδουν προς ανακύκλωση τον πάγιο ηλεκτρικό και ηλεκτρονικό εξοπλισμό (ΗΗΕ) και τα επαγγελματικά μηχανήματα που αποσύρουν. Η συλλογή από την απόσυρση των ειδών αυτών παρουσιάζει στο τετράμηνο αξιοσημείωτη αύξηση 26%.
Βέβαια, αν και φορείς όπως η Ανακύκλωση Συσκευών Α.Ε. έχουν εντείνει τις προσπάθειες ανάπτυξης υποδομών συλλογής και επεξεργασίας και συνεχίζουν την εκστρατεία ενημέρωσης των καταναλωτών δίνοντας έμφαση στην ευαισθητοποίηση των νέων, ωστόσο, τη συνολικά θετική πορεία της ανακύκλωσης ηλεκτρικών συσκευών στη χώρα μας δεν ακολουθούν οι δήμοι, οι οποίοι παρότι θα έπρεπε να πρωταγωνιστούν στην ανακύκλωση των μεγάλων οικιακών ηλεκτρικών συσκευών, παρουσιάζουν συνεχώς μειούμενη συμμετοχή.
Σε κάθε περίπτωση, εκτιμάται ότι τα περιθώρια ανάπτυξης της ανακύκλωσης συσκευών στην Ελλάδα είναι μεγάλα, καθώς η νέα ευρωπαϊκή οδηγία, που ενσωματώθηκε πρόσφατα στην εθνική νομοθεσία, προβλέπει τη βελτίωση των περιβαλλοντικών επιδόσεων των φορέων που εμπλέκονται σε αυτή, ώστε να επιτευχθούν νέοι απαιτητικοί στόχοι, που ορίζουν ως ελάχιστο ποσοστό συλλογής το 65% του
μέσου ετήσιου βάρους του ΗΗΕ που διατέθηκε στην αγορά την προηγούμενη τριετία.
*Aναδημοσίευση από το τεύχος #46 του περιοδικού CSR Review