Γράφουν οι:
Αντώνης Σκουλούδης, Διδάκτορας, Εργαστήριο Επιχειρησιακής Περιβαλλοντικής Πολιτικής και Διαχείρισης, Τμήμα Περιβάλλοντος, Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Κωνσταντίνος Ευαγγελινός, Επίκουρος Καθηγητής, Εργαστήριο Επιχειρησιακής Περιβαλλοντικής Πολιτικής και Διαχείρισης, Τμήμα Περιβάλλοντος, Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Κωνσταντίνος Σοφούλης, Ομότιμος Καθηγητής, Πρώτος Πρόεδρος Πανεπιστημίου Αιγαίου, Ιδρυτής Εργαστηρίου Επιχειρησιακής Περιβαλλοντικής Πολιτικής και Διαχείρισης, Τμήμα Περιβάλλοντος, Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η δημοσίευση απολογισμών αειφορίας παρουσιάζει ευδιάκριτη αύξηση την τελευταία δεκαετία και τείνει να καθιερωθεί ως μια σύγχρονη πρακτική εταιρικής επικοινωνίας, με στόχο την αντιμετώπιση της ασυμμετρίας στην πληροφόρηση. Ωστόσο, παρά την (νέα) αυτή τάση των εταιρειών να «μιλάνε» ανοικτά για θέματα επίδοσης πέρα της (χρηματο)οικονομικής τους διαχείρισης, συνεχίζει να υπάρχει σκεπτικισμός και δυσπιστία στο βαθμό που ο κόσμος των μεγάλων επιχειρήσεων όντως προάγει τη διαφάνεια και η λογοδοσία τους σε θέματα αειφορίας συμβαδίζει με τις πρακτικές που εφαρμόζουν.
Οι απόψεις που έχουν διατυπωθεί
Οι υποστηρικτές των απολογισμών αειφορίας επισημαίνουν ότι οι συγκεκριμένες εκθέσεις αποτελούν αξιόπιστα εργαλεία ενημέρωσης της αγοράς ότι η εταιρεία δρα προληπτικά στην αντιμετώπιση ενδεχόμενων μη-χρηματοοικονομικών κινδύνων. Ωστόσο, έχουν εκφραστεί έντονες επικρίσεις για τάσεις οργανωσιακού ναρκισσισμού, καθώς τείνει να εντοπίζεται μονομερής έμφαση σε επιτυχίες, βραβεύσεις/διακρίσεις και θετικά επιτεύγματα με ταυτόχρονη ασάφεια στην αποτύπωση του σχεδιασμού, της στοχοθεσίας και των δεσμεύσεων των εταιρειών με άξονα την αειφορία. Έχει διατυπωθεί επίσης και η μετριοπαθής άποψη ότι στην εταιρική επικοινωνία η διάσταση μεταξύ λόγων και πράξεων σε θέματα αειφορίας είναι ουσιαστικά ωφέλιμη (και ως εκ τούτου θα πρέπει να γίνεται αποδεκτή), καθώς μεγαλεπήβολοι ισχυρισμοί από μια επιχείρηση για την προαγωγή της αειφορίας μπορούν να αποτελέσουν δυνητικά ισχυρό κίνητρο ώστε να επιδιώξει την υλοποίησή τους μελλοντικά.
Η προβολή των «θετικών»
Ένας σημαντικός αριθμός ακαδημαϊκών μελετών υποδεικνύει ότι οι επιχειρήσεις αναπτύσσουν εθελοντικές πρακτικές περιβαλλοντικού και κοινωνικού απολογισμού πρωτίστως για να διασφαλίσουν τη θέση τους στον κλάδο που δραστηριοποιούνται και να ενισχύσουν τη δημόσια εικόνα τους. Σχετική έρευνα του Πανεπιστημίου Λαβάλ του Καναδά επικεντρώθηκε σε 23 απολογισμούς αειφορίας μεγάλων εταιρειών των κλάδων της ενέργειας και εξόρυξης με επίπεδο εφαρμογής των Οδηγιών GRI ‘A’ και ‘Α+’. Η εξέταση των απολογισμών έδειξε κενά στην παρουσίαση της επίδοσης κατά την περίοδο αναφοράς του απολογισμού, καθώς οι εταιρείες έδιναν υπέρμετρη έμφαση σε αποτελέσματα θετικής επίδοσής τους, ενώ η αναφορά σε αρνητικές διαστάσεις επίδοσης ή συναφή γεγονότα (δημοσιευμένα στον Τύπο ή άλλες πηγές ενημέρωσης) ήταν μηδαμινή έως ελάχιστη. Η έρευνα έδειξε ότι μόλις ένα 10% ενός συνόλου σημαντικών -αλλά «ευαίσθητων»- πληροφοριών επίδοσης αποτυπώνονταν με σαφήνεια στους απολογισμούς, υπονομεύοντας την αξιοπιστία τους καθώς ιδεατά θα έπρεπε «να αντανακλώνται τόσο θετικές όσο και αρνητικές διαστάσεις της εταιρικής επίδοσης, ώστε να επιτρέπεται μια τεκμηριωμένη αξιολόγηση της συνολικής επίδοσης του οργανισμού» – βλ. βασική αρχή της ισορροπίας (balance) σύμφωνα με το GRI.
Η σημασία των «αρνητικών»
Ένας απολογισμός αειφορίας που θα έχει αξία και όφελος τόσο για την ίδια την εταιρεία όσο και για τα ενδιαφερόμενα μέρη της, προϋποθέτει ότι δεν θα υπάρχουν αποκλίσεις μεταξύ «λόγων» και «έργων» καθώς και ότι οι πληροφορίες είναι αξιόπιστες. Η δημοσίευση ουσιαστικών, «αρνητικών» στοιχείων επίδοσης για την περίοδο που καλύπτεται στον απολογισμό, δεν συνεπάγεται υπονόμευση της φήμης της επιχείρησης – αντιθέτως, συμβάλλει στην αξιοπιστία τέτοιων πρακτικών λογοδοσίας αλλά και στην ουσιαστική ενσωμάτωση των θεμελιωδών αρχών της πληρότητας και ισορροπίας στην λογοδοσία. Μάλιστα, συμπεριλαμβάνοντας κρίσιμες ομάδες ενδιαφέροντος (stakeholders) στον προσδιορισμό των ουσιαστικών θεμάτων που θα καλύπτει ο απολογισμός, αποτελεί καθοριστική παράμετρο της ποιότητας και διαφάνειας των παρεχομένων πληροφοριών.
Τα ερωτήματα
Πώς όμως είναι δυνατόν να περιμένουμε από μια εταιρεία να λογοδοτεί με απόλυτη πληρότητα αν το υπάρχον θεσμικό περιβάλλον, οι συναφείς συσχετισμοί αυτού αλλά και τα ενδιαφερόμενα μέρη της επιχείρησης δεν συμβάλλουν ενεργά προς αυτή την κατεύθυνση; Επιβραβεύονται οι «περισσότερο διαφανείς» επιχειρήσεις από την πολιτεία, την ευρύτερη κοινωνία ή το καταναλωτικό κοινό/την αγορά; Ανταποκρίνονται τα ενδιαφερόμενα μέρη (stakeholders) στο «κάλεσμα» των επιχειρήσεων για διάλογο και διαβούλευση; Και βλέποντας το ζήτημα στη ρίζα του: τα νέα και μελλοντικά στελέχη μια εταιρείας λαμβάνουν την κατάλληλη εκπαίδευση (ακαδημαϊκή και όχι μόνο) σε θέματα εταιρικής υπευθυνότητας και οργανωσιακής ηθικής; Ερωτήματα προς προβληματισμό που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στη χάραξη δημόσιας πολιτικής για την εταιρική μη-χρηματοοικονομική λογοδοσία αλλά και από το μεμονωμένο επιχειρηματικό οργανισμό που θέλει να αναπτύξει τέτοιες πρακτικές απολογισμού. Με τη δημοσίευση πληροφοριών εταιρικής μη-χρηματοοικονομικής/αειφόρου επίδοσης να βρίσκονται σε κομβικό σημείο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις επιμέρους χώρες να αναπτύσσουν την εθνική τους στρατηγική προς αυτή την κατεύθυνση, αποτελεί «ζήτημα ουσίας» οι απολογισμοί που δημοσιεύονται να αποδίδουν τα μέγιστα οφέλη για την ίδια την επιχείρηση και το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.
Αναδημοσίευση από την 5η Ειδική Έκδοση CSR Reports