Η Adecco Ελλάδας, μέλος του Ομίλου Adecco, της μεγαλύτερης εταιρείας παγκοσμίως στον τομέα της παροχής λύσεων ανθρώπινου δυναμικού, παρουσιάζει τα αποτελέσματα έρευνας με τίτλο «Η Απασχολησιμότητα στην Ελλάδα | 2016».
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε δυο φάσεις: η πρώτη, που αφορά στους εκπροσώπους επιχειρήσεων που συμμετέχουν στη διαδικασία επιλογής προσωπικού, ολοκληρώθηκε στα τέλη Σεπτεμβρίου και η δεύτερη, στην οποία έλαβαν μέρος εργαζόμενοι και υποψήφιοι, ολοκληρώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου. Η έρευνα σκιαγράφησε τις απόψεις των εργοδοτών σχετικά με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας και των εταιρειών τους, ενώ ταυτόχρονα ανέδειξε την άποψη των υποψηφίων και των εργαζομένων σχετικά με τα προσόντα και τις δεξιότητες που θεωρούν οι ίδιοι ότι διαθέτουν. Την έρευνα σχεδίασε η H+K Strategies και έτρεξε online η LMG σε συνεργασία με τη Focus Bari στο πρώτο σκέλος και με online πλατφόρμα στο δεύτερο.
Κατά τη διάρκεια της έρευνας, εξετάστηκε το πώς βλέπουν οι εργοδότες τις δεξιότητες των υποψηφίων, κατά πόσο θεωρούν ότι το εκπαιδευτικό σύστημα προσφέρει τα κατάλληλα εφόδια στα αυριανά στελέχη, ενώ επίσης αναδείχθηκαν και προτάσεις των εργοδοτών για καλύτερη προετοιμασία των υποψηφίων από το εκπαιδευτικό σύστημα. Από πλευράς υποψηφίων, διερευνήθηκαν η εργασιακή εμπειρία και η εργασιακή κατάσταση, η τάση για αναζήτηση εργασίας στο εξωτερικό, αλλά και η άποψη των εργαζομένων/υποψηφίων σχετικά με το κατά πόσο διαθέτουν τις δεξιότητες που αναζητά η αγορά εργασίας.
Ανάμεσα στα δύο κοινά – εργαζόμενους & εταιρείες- παρατηρούνται μεγάλες αποκλίσεις σχετικά με τα προσόντα που θεωρούν ότι διαθέτουν σήμερα οι εργαζόμενοι/υποψήφιοι. Οι εργαζόμενοι/υποψήφιοι θεωρούν ότι διαθέτουν τα προσόντα που απαιτεί η σύγχρονη αγορά εργασίας σε σημαντικά υψηλότερο βαθμό από ό,τι το πιστεύουν οι επιχειρήσεις. Για παράδειγμα, όσον αφορά την «ευελιξία & προσαρμοστικότητα» υπάρχει διαφορά της τάξεως των 26 ποσοστιαίων μονάδων, ενώ στη «δημιουργικότητα» η διαφορά φτάνει τις 37 μονάδες.
Παράλληλα, το 34% των εργοδοτών πιστεύουν ότι οι δεξιότητες των εργαζομένων στην εταιρεία τους δεν ανταποκρίνονται πλήρως στις απαιτήσεις και τις ανάγκες της επιχείρησης ενώ, υπάρχει και ένα μικρό ποσοστό (2%) το οποίο θεωρεί πως δεν υπάρχει καμία σχετική αντιστοιχία.
Τα στελέχη, για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της σύγχρονης αγοράς εργασίας θα πρέπει, σύμφωνα πάντα με τις επιχειρήσεις, να διαθέτουν συνδυασμό δεξιοτήτων. Πέρα από τα τυπικά προσόντα, στα οποία εντάσσεται και η χρήση νέων τεχνολογιών, η συνεχής ενημέρωση και εκπαίδευση αποτελεί βασικό προαπαιτούμενο. Το 90% των εταιρειών που συμμετείχαν στην έρευνα θεωρούν πως όλοι οι υποψήφιοι -ανεξαρτήτως ειδικότητας- είναι ιδιαίτερα σημαντικό να έχουν διάθεση για μάθηση. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει την ανάγκη των σύγχρονων εταιρειών για διαρκώς ενημερωμένα και εκπαιδευμένα στελέχη, προκειμένου να παραμένουν ανταγωνιστικές στο συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον όπου δραστηριοποιούνται. Ακολουθούν χαρακτηριστικά όπως η εργατικότητα (87%), η ομαδικότητα (84%), η ευελιξία (82%) και η γνώση χρήσης νέων τεχνολογιών (73%).
Η έρευνα αναδεικνύει αποκλίσεις μεταξύ των δεξιοτήτων που απαιτούν οι σύγχρονες εταιρείες και εκείνων που επιδεικνύουν οι σύγχρονοι υποψήφιοι. Πιο συγκεκριμένα μεγαλύτερες αποκλίσεις εμφανίζονται σε δεξιότητες όπως η ανάληψη πρωτοβουλιών, η οποία αξιολογείται από το 67% των συμμετεχόντων από απολύτως απαραίτητη έως αρκετά σημαντική για τις θέσεις εργασίας στην εταιρεία τους, αλλά μόνο το 44% των συμμετεχόντων δηλώνει πως οι υποψήφιοι που διεκδίκησαν τις θέσεις αυτές διέθεταν πράγματι το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό σε ικανοποιητικό βαθμό. Επίσης, οι εργοδότες δεν φαίνεται να είναι ικανοποιημένοι από την ικανότητα των σύγχρονων υποψηφίων στην επίλυση σύνθετων προβλημάτων. Μόνο το 46% θεωρεί πως οι υποψήφιοι διαθέτουν την ικανότητα αυτή ενώ, για το 76% των εργοδοτών είναι και αυτό ένα απαραίτητο ή πολύ σημαντικό προσόν. Μία ακόμα μεγάλη απόκλιση παρουσιάζεται όσον αφορά στην ευελιξία και προσαρμοστικότητα των υποψηφίων. Ως χαρακτηριστικό κρίνεται από απαραίτητο έως αρκετά σημαντικό από το 94% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα, ενώ μόνο το 66% θεωρεί πως οι υποψήφιοι έχουν τη συγκεκριμένη δεξιότητα στον επιθυμητό βαθμό.
Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι 7 στους 10 εκπροσώπους επιχειρήσεων θεωρούν ότι το εκπαιδευτικό σύστημα σήμερα δεν εφοδιάζει τους νέους υποψηφίους με τα προσόντα και τις δεξιότητες που έχει ανάγκη η αγορά ενώ, 1 στους 2 θεωρεί πως η πρακτική σε πραγματικές συνθήκες εργασίας, η στενή συνεργασία μεταξύ των εκπροσώπων εκπαίδευσης και των επιχειρήσεων και η εξοικείωση των σπουδαστών με πρακτικές των εταιρειών είναι απαραίτητες, ώστε οι νέοι υποψήφιοι να προετοιμάζονται καλύτερα για την επιτυχημένη είσοδό τους στην αγορά εργασίας μετά το τέλος των σπουδών τους.
Από πλευράς εργαζομένων αξίζει να σημειωθεί ότι πάνω από το 50% των ερωτώμενων έχει βρεθεί τουλάχιστον μια φορά εκτός αγοράς εργασίας, ενώ 1 στους 5 χρειάστηκε 1 χρόνο ή και περισσότερο για να βρει άλλη θέση εργασίας.
Παράλληλα, περίπου 3 στους 10 ερωτώμενους που ψάχνουν αυτή τη στιγμή για εργασία έχουν στρέψει τις προσπάθειές τους στο εξωτερικό, ποσοστό που σε σχέση με την αντίστοιχη έρευνα του 2015 είναι σχεδόν 2,5 φορές μεγαλύτερο. Από την έρευνα προκύπτει ότι οι λόγοι που ωθούν τους Έλληνες να αναζητήσουν εργασία στο εξωτερικό έχουν διαφοροποιηθεί κατά τα τελευταία 2 χρόνια. Στην παρούσα φάση φαίνεται ότι οι λόγοι που συνδέονται με τις ευκαιρίες εξέλιξης και καριέρας ιεραρχούνται ως σημαντικότεροι σε σχέση με τις καλύτερες αποδοχές και συνθήκες εργασίας.
Όσον αφορά στο ποιες δεξιότητες θεωρούν οι εργαζόμενοι/υποψήφιοι πως διαθέτουν και ποιες θεωρούν πως έχει ανάγκη η σύγχρονη αγορά εργασίας, εμφανίζονται αποκλίσεις στο εργασιακό ήθος (15 μονάδες) και τις μαθηματικές γνώσεις (10 μονάδες), προσόντα που οι υποψήφιοι αξιολογούν πως έχουν σε μεγαλύτερο βαθμό από αυτόν που έχει ανάγκη η αγορά εργασίας. Οι τεχνικές γνώσεις, η εργασιακή εμπειρία και οι ειδικές ψηφιακές γνώσεις παρουσιάζουν επίσης αποκλίσεις, με τους υποψηφίους να θεωρούν πως αυτά είναι τα αδύναμα σημεία τους (10, 13 και 29 μονάδες αντίστοιχα).
Ακόμα, 7 στους 10 ερωτώμενους, αναγνωρίζοντας τις διαρκώς μεταβαλλόμενες ανάγκες της αγοράς εργασίας, δηλώνουν ότι έχουν λάβει επιπλέον εκπαίδευση προκειμένου να ασκήσουν με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα τα καθήκοντα στην εργασία τους, ενώ σε 88% των περιπτώσεων φαίνεται πως αυτό έχει γίνει με πρωτοβουλία του ίδιου του εργαζόμενου.
Τέλος, το 39% των ερωτώμενων θεωρούν ότι το εκπαιδευτικό σύστημα δεν προετοιμάζει κατάλληλα τους υποψηφίους για την ομαλή ένταξη στην αγορά εργασίας.
Ο Διευθύνων Σύμβουλος της Adecco Ελλάδας, Κωνσταντίνος Μυλωνάς, δήλωσε σχετικά: «Η αγορά εργασίας, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε διεθνές επίπεδο, έχει αλλάξει ριζικά. Η εποχή που διανύουμε έχει ως κύρια χαρακτηριστικά την καινοτομία, τον έντονο ανταγωνισμό, την παγκοσμιοποίηση, τους γρήγορους ρυθμούς και τις συνεχείς τεχνολογικές – και όχι μόνο – αλλαγές. Πολλές από τις δεξιότητες που ήταν χρήσιμες πριν από μια δεκαετία, σήμερα θεωρούνται ξεπερασμένες και έχουν αντικατασταθεί από άλλες. Η ζήτηση για ορισμένες θέσεις αλλάζει ως αποτέλεσμα της εξέλιξης της τεχνολογίας, ενώ η αυτοματοποίηση επηρεάζει σχεδόν το σύνολο των υφιστάμενων θέσεων εργασίας». Και συνέχισε τονίζοντας: «Μέσα σε αυτό το συνεχώς μεταβαλλόμενο τοπίο, είναι επιτακτική η ανάγκη για κατάλληλα εκπαιδευμένα και διαρκώς ενημερωμένα στελέχη, ώστε να μπορούμε να έχουμε επιχειρήσεις που παραμένουν ανταγωνιστικές σε ένα εξαιρετικά απαιτητικό περιβάλλον, αλλά και ανταγωνιστικούς εργαζομένους που μπορούν να διεκδικήσουν δυναμικά το επαγγελματικό μέλλον που τους αξίζει. Για μια ακόμα φορά, αναδεικνύεται η σημασία της αποδοτικής συνεργασίας εκπαιδευτικών φορέων και επιχειρηματικού κόσμου για την ανάπτυξη των κατάλληλων δεξιοτήτων στους σύγχρονους εργαζομένους και υποψηφίους». Τέλος, σημειώνει: «Σημαντικές αποκλίσεις παρουσιάζονται ανάμεσα στο ποια χαρακτηριστικά πιστεύουν οι υποψήφιοι ότι διαθέτουν και στο τι βλέπουν αντίστοιχα οι εργοδότες. Η ‘ψαλίδα’ αυτή θα πρέπει να κλείσει, ώστε να μπορέσουν οι σύγχρονοι υποψήφιοι να αναγνωρίσουν και να αναπτύξουν τις δεξιότητες που πραγματικά έχει ανάγκη η αγορά εργασίας».