Αναρτήθηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (ΦΕΚ Β 1751/22-05-2017) η Απόφαση της Εθνικής Επιτροπής Υδάτων, με θέμα την “Έγκριση γενικών κανόνων κοστολόγησης και τιμολόγησης υπηρεσιών ύδατος. Μέθοδος και διαδικασίες για την ανάκτηση κόστους των υπηρεσιών ύδατος στις διάφορες χρήσεις του”. Πρόκειται για υποχρέωση της χώρας στο πλαίσιο της Οδηγίας Πλαίσιο 2000/60/ΕΕ για τα νερά, όπως ενσωματώθηκε στο Ελληνικό δίκαιο με το ν. 3199/2003.
Η συγκριμένη Απόφαση έπρεπε να είχε εκδοθεί από το 2010 και αποτελούσε αιρεσιμότητα για τη χώρα στον τομέα των υδάτων. Η μη εκπλήρωσή της θα σήμαινε απώλεια πόρων, ύψους 1,2 δις € του ΕΣΠΑ της τρέχουσας προγραμματικής περιόδου 2014-2020. Η δημοσίευσή της απελευθερώνει σημαντικές πράξεις προκήρυξης και χρηματοδότησης υποδομών άρδευσης σε όλη την Ελλάδα.
Στο περιεχόμενο της Απόφασης καταδεικνύεται η πρόθεση του υπουργείου και της κυβέρνησης να θεσμοθετήσει κανόνες κοστολόγησης και τιμολόγησης για όλες τις χρήσεις νερού, σύμφωνα με όρους αειφορίας, αλλά και προστασίας του κοινωνικού συνόλου. Στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης για την αειφόρο ανάπτυξη του τόπου αποτελεί η ρητή εξαίρεση κοστολόγησης και τιμολόγησης των υπηρεσιών ύδατος για παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας από εσωτερικά επιφανειακά ύδατα.
Το νερό ανθρώπινης κατανάλωσης (ύδρευσης) και το νερό για αγροτική χρήση (άρδευσης) συναποτελούν τους κύριους τομείς που καλύπτει η Απόφαση.
Όσον αφορά στο νερό ύδρευσης αναγνωρίζεται το νερό ως φυσικός πόρος που πρέπει να προστατευθεί. Στην κατεύθυνση αυτή, οι πολίτες που θα εφαρμόζουν πρακτικές ορθολογικής διαχείρισης υδάτων, δεν θα επιβαρύνονται με περιβαλλοντικά τέλη. Επίσης, θα προστατεύονται οι ευπαθείς κοινωνικές ομάδες, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 1, παρ. 4 του Ν. 4019/2011. Η τιμολογιακή πολιτική θα πρέπει να εξασφαλίζει την επαρκή ανάκτηση του κόστους, όπως και την μακροχρόνια βιωσιμότητα των επενδύσεων στον αστικό κύκλο, δηλαδή των δικτύων ύδρευσης και αποχέτευσης, εντός των οικισμών. Εξάλλου, το σύνολο της Απόφασης στοχεύει στην μείωση του κόστους και όχι στην αύξηση της τιμής του νερού.
Η βελτίωση της ανάκτησης κόστους των υπηρεσιών ύδατος επιδιώκεται πρωτίστως με την μείωση του κόστους και όχι με την εισπρακτική προσέγγιση της αύξησης των τιμολογίων. Στις περιπτώσεις όμως που αυτό δεν καταστεί εφικτό επιτρέπονται περιοδικές αυξήσεις στις μέσες χρεώσεις υπηρεσιών ύδατος, οι οποίες δεν μπορούν να υπερβούν το ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ του προηγούμενου έτους. Με αυτό τον τρόπο συνδέεται η βελτίωση της ευημερίας των πολιτών, όπως αποτυπώνεται στο ΑΕΠ, με την όποια πιθανή αύξηση της τιμής του νερού.
Σχετικά με το νερό αγροτικής χρήσης επίσης λαμβάνεται υπόψη ότι το νερό είναι φυσικός πόρος και βασικό εργαλείο του πρωτογενούς τομέα, ο οποίος αναγνωρίζεται ως κύριος πυλώνας ανάπτυξης για την χώρα. Οι αγρότες που θα εφαρμόζουν καλές πρακτικές άρδευσης δεν θα επιβαρύνονται με περιβαλλοντικά τέλη, ενώ από την καταβολή περιβαλλοντικών τελών θα εξαιρούνται οι πιο αδύναμοι οικονομικά. Και στον τομέα του νερού αγροτικής χρήσης δίνεται έμφαση στη μείωση του κόστους, ενώ δεν ζητείται συνολική ανάκτηση του χρηματοοικονομικού κόστους αλλά διαμόρφωση τιμολογιακών πολιτικών στην κατεύθυνση της βιωσιμότητας των υπηρεσιών άρδευσης.
Με αφορμή την έκδοση της Απόφασης, ο Αν. ΥΠΕΝ, Σ. Φάμελλος, δήλωσε:
“Στη διαμόρφωση της τιμολογιακής πολιτικής του νερού έγινε μια επίπονη προσπάθεια να εξασφαλιστεί η εναρμόνιση της διαχείρισης του νερού με τους ευρωπαϊκούς κανόνες εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την προστασία και τη βελτίωση των υδάτινων πόρων της χώρας μας. Η τιμολογιακή πολιτική στον τομέα της ύδρευσης επιτυγχάνει την εξασφάλιση της πρόσβασης σε καλής ποιότητας πόσιμο νερό σε όλους τους πολίτες, την προστασία των ευπαθών κοινωνικών ομάδων με ειδικά τιμολόγια, την επιβράβευση των μείωσης της κατανάλωσης, με τιμολόγιο στη μικρή κλίμακα κατανάλωσης που να προσεγγίζει την μηδενική τιμή και τη βιωσιμότητα των υπηρεσιών και των υποδομών με μείωση του κόστους διαχείρισης. Η τιμολογιακή πολιτική προβλέπει ειδικές ρυθμίσεις που απαγορεύουν τις αυξήσεις στην τιμή του πόσιμου νερού άνω του συντελεστή του ΑΕΠ, ενώ καλύπτει με επάρκεια και το περιβαλλοντικό κόστος. Στον τομέα της άρδευσης θέτει σε προτεραιότητα τη βιωσιμότητα της αγροτικής δραστηριότητας του αγροτικού εισοδήματος, εισάγει κοινωνικά και εισοδηματικά κριτήρια, δίνει έμφαση στη μείωση κόστους λειτουργίας και θέτει περιβαλλοντικούς στόχους μείωσης της κατανάλωσης”.