Μέχρι το 2028 στην Ελλάδα θα έχουν πάψει να λειτουργούν εργοστάσια παραγωγής ενέργειας από λιγνίτη. Αυτή η δέσμευση της χώρας μας, μέρος της στρατηγικής της για την επίτευξη του πανευρωπαϊκού στόχου περί “κλιματικής ουδετερότητας” μέχρι το 2050, θα έχει, αναπόφευκτα, σημαντικές συνέπειες. Χιλιάδες θέσεις εργασίας θα χαθούν και ολόκληρες περιοχές της χώρας, που έως τώρα ήταν εξαρτημένες από την οικονομική δραστηριότητα των εργοστασίων της ΔΕΗ και τον ορυχείων, θα αντιμετωπίσουν σοβαρό πρόβλημα. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος έχει ήδη ξεκινήσει η μεγάλη συζήτηση για τη “δίκαιη μετάβαση” αυτών των περιοχών, με νομοθετικές πρωτοβουλίες, ευρωπαϊκά κονδύλια και πολλές -ρεαλιστικές ή όχι- ιδέες.
Τι όμως πιστεύουν οι άνθρωποι που ζουν στις περιοχές όπου βρίσκονται τα εργοστάσια της ΔΕΗ; Τι γνώμη έχουν οι πολίτες που θα επηρεαστούν άμεσα από την απολιγνιτοποίηση;
Τα πρώτα εργοστάσια θα κλείσουν το 2023, μέσα σε μόλις τρία χρόνια δηλαδή. Τι προοπτικές βλέπουν οι ίδιοι για το μέλλον τους; Για να διαπιστώσουμε ποια είναι η εικόνα στις περιοχές που θα πληγούν, σχεδιάσαμε μια νέα, στοχευμένη έρευνα κοινής γνώμης. Το ερωτηματολόγιο επιμελήθηκαν η Αν. Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Εμμανουέλα Δούση και ο Αναλυτής πολιτικής και Συνιδρυτής του “The Green Tank” Νίκος Μάντζαρης, και η έρευνα διεξήχθη το διάστημα 21-29 Οκτωβρίου 2020 από την εταιρεία Marc σε δείγμα 802 ατόμων στις περιφερειακές ενότητες Φλώρινας, Κοζάνης και Αρκαδίας, όπου και βρίσκονται τα ορυχεία και τα εργοστάσια της ΔΕΗ.
Σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν πέντε “λιγνιτικοί” δήμοι, στους οποίους βρίσκονται τα εργοστάσια και τα ορυχεία, και όπου ζουν οι περισσότεροι από τους χιλιάδες εργαζόμενους στον κλάδο. Είναι οι δήμοι Εορδαίας και Κοζάνης στον νομό Κοζάνης, οι δήμοι Αμυνταίου και Φλώρινας στον νομό Φλώρινας, και ο δήμος Μεγαλόπολης στην Αρκαδία. Η έρευνα δεν περιορίστηκε μόνο στους λιγνιτικούς δήμους, αλλά συγκέντρωσε στοιχεία από ολόκληρους τους νομούς (τυπικά τις “περιφερειακές ενότητες” -που στη συγκεκριμένη περίπτωση συμπίπτουν με τους τρεις νομούς).
Φυσικά, σ΄ αυτά τα μέρη το 100% των ερωτηθέντων γνωρίζουν ότι υπάρχουν εργοστάσια της ΔΕΗ που καίνε λιγνίτη στην περιοχή τους, και η συντριπτική πλειοψηφία, το 92%, γνωρίζουν και το ότι τα εργοστάσια αυτά θα κλείσουν.
Σχεδόν το 55% γνωρίζουν και το ότι υπάρχουν ευρωπαϊκά κονδύλια που προορίζονται για τον μετασχηματισμό των περιοχών τους στη μεταλιγνιτική εποχή, και οι μισοί (49,4%) έχουν ακουστά ότι το διάστημα διεξαγωγής της έρευνας βρισκόταν σε εξέλιξη δημόσια διαβούλευση για το θέμα της “δίκαιης μετάβασης”. Μόνο μια μικρή μειοψηφία σκόπευε να συμμετάσχει στη διαβούλευση, ωστόσο.
Τρεις είναι οι κυριότεροι λόγοι για τους οποίους οι ντόπιοι θεωρούν ότι κλείνουν τα εργοστάσια: επειδή βλάπτουν το περιβάλλον, που είναι η πρώτη απάντηση με διαφορά σε Αρκαδία και Φλώρινα, επειδή “το απαιτεί η Ευρωπαϊκή Ένωση” (τρίτη δημοφιλέστερη απάντηση παντού) αλλά και “για να εξυπηρετηθούν συμφέροντα”, που είναι η δημοφιλέστερη απάντηση στην Κοζάνη.
Το ότι έχουν ακουστά το θέμα είναι φυσιολογικό και αναμενόμενο: το 44,1% των ερωτηθέντων και από τους τρεις νομούς δηλώνουν ότι τα εισοδήματα του νοικοκυριού τους εξαρτώνται “πολύ” ή “αρκετά” από το εργοστάσιο της ΔΕΗ της περιοχής – ένα ποσοστό που είναι μικρότερο σε κάποιους δήμους (μόνο 23% στο Δήμο Τρίπολης, για παράδειγμα) αλλά μεγαλύτερο σε άλλους (66,5% στον Δήμο Μεγαλόπολης, 74,2% στον Δήμο Εορδαίας -δηλαδή στην Πτολεμαΐδα).
Ένας στους τρεις κατοίκους της Φλώρινας, ένας στους πέντε κατοίκους της Κοζάνης και σχεδόν οι μισοί κάτοικοι της Αρκαδίας δηλώνουν ότι δεν γνωρίζουν πότε θα κλείσουν όλα τα εργoστάσια, βεβαίως. Από τους υπόλοιπους, όμως, η μεγάλη πλειοψηφία ξέρει ότι θα κλείσουν “μέχρι το 2023”, κάτι που πράγματι ισχύει για τις υπάρχουσες μονάδες. Οι ομάδες του πληθυσμού που ξέρουν τα λιγότερα για το θέμα είναι οι νέοι ηλικίας 17-24 και, όπως αναμενόταν, οι κάτοικοι δήμων που δεν έχουν άμεση σχέση με τη λιγνιτοπαραγωγή, κυρίως στην Αρκαδία.
Οι κάτοικοι, πάντως, δεν είναι ευχαριστημένοι για το ότι τα εργοστάσια κλείνουν. Περίπου 7 στους 10 πολίτες όλων των περιοχών δηλώνουν ότι νιώθουν “αρνητικά” ή “μάλλον αρνητικά” συναισθήματα για το κλείσιμο των εργοστασίων. Τα αρνητικά συναισθήματα είναι πλειοψηφικά σε όλες τις κατηγορίες του πληθυσμού, σε όλες τις ηλικίες, όλα τα εισοδήματα και όλα τα επαγγέλματα. Στην Πτολεμαΐδα το ποσοστό τους αγγίζει το 90%. Η πλειοψηφία, εξάλλου, συμφωνεί ότι η απολιγνιτοποίηση “θα μπορούσε να γίνει και αργότερα” (56,3%).
Πάντως, η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών αναγνωρίζουν ότι η απολιγνιτοποίηση θα έχει ευεργετικές συνέπειες στην ποιότητα της ατμόσφαιρας, στη δημόσια υγεία και στο φυσικό περιβάλλον και στην ποιότητα ζωής στις περιοχές τους. Ωστόσο, ένα σχεδόν καθολικό 86,8% θεωρούν ότι οι συνέπειες στην οικονομική ανάπτυξη θα είναι αρνητικές.
Πιο συγκεκριμένα, τα σημαντικότερα προβλήματα που περιμένουν οι κάτοικοι για τις περιοχές τους τα επόμενα χρόνια είναι τρία: η φυγή των νέων και η εσωτερική μετανάστευση, η οικονομική κρίση και η φτώχεια και, πρώτα απ’ όλα, με μεγάλη διαφορά, η ανεργία (85,7%). Το ποσοστό των νοικοκυριών που θεωρούν ότι η απολιγνιτοποίηση θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στο εισόδημα του νοικοκυριού τους, δε, είναι λίγο-πολύ όμοιο με το ποσοστό των νοικοκυριών που εξαρτώνται οικονομικά από τη βιομηχανία του λιγνίτη: 41,7% των ερωτηθέντων.
Μήπως, όμως, η απολιγνιτοποίηση αποτελεί ευκαιρία για να αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο αυτών των περιοχών;
Εδώ, οι κάτοικοι είναι διχασμένοι -46,4% συμφωνούν ή μάλλον συμφωνούν, 40% διαφωνούν ή μάλλον διαφωνούν. Στις νεότερες ηλικίες (17-24) και τους δήμους που εξαρτώνται λιγότερο από τα εργοστάσια της ΔΕΗ, πάντως, τα ποσοστά των πολιτών που αντιλαμβάνονται την απολιγνιτοποίηση ως ευκαιρία είναι σαφώς μεγαλύτερα.
Τι είδους ευκαιρία, όμως;
Ως προς το πώς θα πρέπει να μοιάζουν νέες, εναλλακτικές μορφές οικονομικής δραστηριότητας, φαίνεται πως υπάρχει ομοφωνία: η πλειοψηφία των ερωτηθέντων και στις τρεις περιοχές θα ήθελαν να δουν την αγροτική παραγωγή να αναπτύσσεται στην περιοχή τους. Η βιομηχανία, η ενασχόληση με τις ΑΠΕ και ο τουρισμός έπονται.
Από τα αποτελέσμτα προκύπτουν ενδιαφέροντα και χρήσιμα συμπεράσματα, πολύτιμα για τον σχεδιασμό της στρατηγικής “δίκαιης μετάβασης” των περιοχών αυτών σε ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης. Βεβαίως, αξίζει να σημειώσουμε ότι σχεδόν σε όλες τις ερωτήσεις υπάρχουν μικρές διαφοροποιήσεις, κυρίως ανάλογα με την περιοχή και την ηλικία. Η Αρκαδία, για παράδειγμα, που ως νομός εξαρτάται σε λιγότερο βαθμό από την μονάδα της ΔΕΗ στη Μεγαλόπολη από ό,τι οι νομοί της Δυτικής Μακεδονίας, αλλά και οι νέοι ηλικίας 17-24, μια γενιά δηλαδή που πιθανότατα δεν έχει ακόμη μπει στην αγορά εργασίας, αντιμετωπίζουν το θέμα της απολιγνιτοποίησης λιγότερο επιφυλακτικά σε σχέση με τους υπόλοιπους. Οι διαφοροποιήσεις αυτές αξίζουν μνείας: οι νέοι, για παράδειγμα, προτιμούν σαφώς μια στροφή της οικονομίας της περιοχής τους προς τις επενδύσεις σε καθαρή ενέργεια, από μια στροφή στην αγροτική παραγωγή.
Γενικά, όμως, οι πληθυσμοί των τριών νομών είναι ιδιαίτερα απαισιόδοξοι για το μέλλον των περιοχών τους. “Η στάση αυτή είναι ευρεία και γενικευμένη”, γράφει ο κ. Μάντζαρης στην έκθεση των ερευνητών, “είναι όμως κατανοητή, δεδομένης της μεγάλης εξάρτησης των λιγνιτικών περιοχών της χώρας από τη λιγνιτική δραστηριότητα”.
Τι πρέπει να γίνει από εδώ και πέρα;
Στο πρόσφατο άρθρο της για τη δίκαιη μετάβαση, η Εμμανουέλα Δούση είχε επισημάνει πως τέτοιες μεταβάσεις δεν μπορούν να επιτύχουν ερήμην των τοπικών πληθυσμών. Όπως γράφει, “η επιτυχία της δίκαιης μετάβασης προϋποθέτει μια ολιστική προσέγγιση και, κυρίως, συνεργασία και ενεργό συμμετοχή των άμεσα ενδιαφερομένων και των τοπικών κοινωνιών, οι οποίες θα επηρεαστούν περισσότερο από τις επερχόμενες αλλαγές”.
“Με βάση τα ευρήματα της έρευνας”, γράφει ο κ. Μάντζαρης, “κρίνεται απαραίτητη μια μεγάλη και συστηματική εκστρατεία ενημέρωσης των πολιτών. (…) Είναι σημαντικό οι πολίτες να λάβουν αξιόπιστη και εύληπτη πληροφορία για τις επιλογές που υπάρχουν και να κατανοήσουν τις προοπτικές για το μέλλον. Παράλληλα, θα πρέπει να δρομολογηθεί ένας πραγματικός, εκτεταμένος και ανοιχτός διάλογος με τους κατοίκους των λιγνιτικών περιοχών. (…) Με αυτό τον τρόπο όχι μόνο η αγωνία των πολιτών θα αμβλυνθεί αλλά και οι ίδιοι οι πολίτες θα δουν προοπτικές συμμετοχής τους στο εγχείρημα της μετάβασης”.