Η ενεργειακή τροπολογία που προστέθηκε στο σχέδιο νόμου «Εκσυγχρονισμός της Χωροταξικής και Πολεοδομικής Νομοθεσίας», αποτελεί μνημείο παράλογης, άδικης και αδιαφανούς διαδικασίας νομοθέτησης.
Κατά την ακρόαση φορέων στη συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Παραγωγής και Εμπορίου στις 30 Νοεμβρίου, εκπρόσωποι του ενεργειακού τομέα τοποθετήθηκαν επί δελτίου τύπου του ΥΠΕΝ που είχε δημοσιευθεί στις 13 Νοεμβρίου. Η τροπολογία τελικά δημοσιεύθηκε το μεσημέρι της 3ης Δεκεμβρίου, μια μέρα πριν την ψήφιση του σχεδίου νόμου και περιλαμβάνει σημαντικές διαφορές και δυσμενέστερες διατάξεις σε σύγκριση με το περιεχόμενο της τροπολογίας, όπως αυτό παρουσιάστηκε στο επίμαχο δελτίο τύπου.
Η τροπολογία ρυθμίζει μία σειρά από κρίσιμα ενεργειακά ζητήματα για τα μέτρα στήριξης του ειδικού λογαριασμού των ΑΠΕ (ΕΛΑΠΕ), τις ενεργειακές κοινότητες, τη διευκόλυνση επενδύσεων στις λιγνιτικές περιοχές και τη μείωση του κόστους ενέργειας για επιχειρήσεις.
Τα πιο σημαντικά είναι δύο κυρίως σημεία: ο «πράσινος φόρος» και οι διατάξεις που αφορούν το σοβαρό θέμα της ενεργειακής δημοκρατίας και των ενεργειακών κοινοτήτων.
Ενώ η λογική της φορολόγησης του άνθρακα για την ενίσχυση περιβαλλοντικών δράσεων αποτελεί μία θετική κατεύθυνση, εντούτοις κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αποτελεί μέτρο αποσπασματικού χαρακτήρα καθώς απαιτεί σοβαρό σχεδιασμό, διαβούλευση και τεκμηρίωση προκειμένου να μην αποτελέσει αιτία διεύρυνσης των ανισοτήτων ή ανατιμήσεων των αγαθών, ειδικά εν μέσω πανδημίας με τη μείωση των εισοδημάτων να είναι πλέον ορατή. Ειδικά για τους αγρότες, ο συγκεκριμένος φόρος αποτελεί ένα σοβαρό κόστος που θα πρέπει να επωμιστούν, με τον κίνδυνο πλέον της μετακύλισης αυτού του κόστους στους καταναλωτές να είναι εξαιρετικά πιθανός.
Η τροπολογία επιδεινώνει ακόμα περισσότερο το καθεστώς λειτουργίας των ενεργειακών κοινοτήτων, σε σχέση με την αρχική ανακοίνωση του ΥΠΕΝ. Έτσι, η ρύθμιση που τελικά ψηφίζεται υποχρεώνει όλες ανεξαιρέτως τις ενεργειακές κοινότητες (ΕΚΟΙΝ) από το 2022 να συμμετέχουν σε ανταγωνιστικές διαδικασίες μαζί με ιδιώτες επενδυτές για την εξασφάλιση λειτουργικής ενίσχυσης των έργων ΑΠΕ.
Επί της ουσίας η τροπολογία έρχεται σε αντίθεση με την ουσία και το πνεύμα του άρθρου 22 της οδηγίας της ΕΕ για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (RED). Συγκεκριμένα, στην παράγραφο 7 αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Με την επιφύλαξη των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη κατά τον σχεδιασμό καθεστώτων στήριξης τις ιδιαιτερότητες των κοινοτήτων ανανεώσιμης ενέργειας, ώστε να τους επιτρέπουν να συναγωνίζονται για στήριξη επί ίσοις όροις με τους άλλους συμμετέχοντες στην αγορά.»
Με την τροπολογία παύουν να αναγνωρίζονται οι ιδιαιτερότητες και τα πολλαπλά κοινωνικά οφέλη των ΕΚΟΙΝ αφού ουσιαστικά αίρεται κάθε διαχωρισμός μεταξύ ΕΚΟΙΝ και ιδιωτών επενδυτών. Ο κίνδυνος να αχρηστευθεί οριστικά ο θεσμός των ενεργειακών κοινοτήτων είναι πλέον κάτι παραπάνω από ορατός.
Η διαδικασία της ενεργειακής μετάβασης και οι απαιτητικοί στόχοι (π.χ. 2030) που τίθενται δεν μπορούν να επιτευχθούν χωρίς τη συμμετοχή των πολιτών σε αυτή τη διαδικασία, όπως άλλωστε προκρίνει και η ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Ζητάμε, έστω και την ύστατη στιγμή, να υπάρξει ένα μορατόριουμ στις ρυθμίσεις για τις ενεργειακές κοινότητες και να αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης σε επόμενη φάση με νηφαλιότητα και συμμετοχή φορέων.
Καλούμε τον Υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας να αποσύρει την επίμαχη τροπολογία. Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων βιωσιμότητας του ΕΛΑΠΕ, κάθε ρύθμιση είναι απαραίτητο να βασιστεί σε τεκμηριωμένη αξιολόγηση των επιπτώσεων, με γνώμονα τη μείωση του κόστους για τους καταναλωτές και την ευστάθεια της αγοράς των ΑΠΕ.
Το WWF Ελλάς και η Greenpeace θα συνεχίσουν να παρακολουθούν στενά κάθε εξέλιξη που επηρεάζει τις προοπτικές ανάπτυξης ουσιαστικής ενεργειακής δημοκρατίας, συμβάλλοντας εποικοδομητικά στην προσπάθεια της περιβαλλοντικά βιώσιμης, κοινωνικά δίκαιης και οικονομικά αποδοτικής ανάπτυξης της καθαρής ενέργειας στην Ελλάδα.