Του Βασίλειου Βασιλειάδη, Γενικού Διευθυντή ENERGY PROJECT
Από την εποχή που οι άνθρωποι έκαιγαν ξύλα για να ζεσταθούν, έχουν περάσει χιλιετίες. Εάν όμως συνειδητοποιήσουμε τη σημερινή πραγματικότητα, θα κατανοήσουμε ότι έχουμε υποβαθμιστεί σε εκείνο το επίπεδο. Είναι γεγονός ότι το κόστος της ενέργειας έχει πολλαπλασιαστεί σε τέτοιο βαθμό, που τείνει να γίνει απαγορευτικό, όχι μόνο για οποιαδήποτε ιδέα ανάπτυξης, αλλά και για την ίδια τη βιωσιμότητα. Όμως στην προσπάθεια αντιμετώπισης της μεταβατικής αυτής κατάστασης, τόσο τα άτομα όσο και οι επιχειρήσεις αντιδρούν σπασμωδικά, πελαγοδρομούν λόγω έλλειψης ορθής ενημέρωσης και αρκετής παραπληροφόρησης, και είτε καταλήγουν σε «αρχαίες» λύσεις ή σε «έξυπνες» λύσεις αρνητικού οικονομικού και περιβαλλοντικού αποτελέσματος. Τελικά, σημαντικό τμήμα του οποιουδήποτε επιχειρηματικού οφέλους, «εν καιρώ κρίσεως», καίγεται στο «λέβητα της ενέργειας».
Το βασικό ερώτημα που παραμένει, είναι: Υπάρχει σήμερα «φθηνή» ενέργεια; Ή λίγο πιο σύνθετα: Μπορώ να προχωρήσω σε κινήσεις που θα συμβάλλουν στη σταδιακή, αλλά τελικά στη σημαντική μείωση του ενεργειακού κόστους της επιχείρησής μου, ενώ ταυτόχρονα θα εκπληρώνω την εταιρική ευθύνη των περιβαλλοντικών υποχρεώσεων, καθώς και των προτάσεων του τμήματος marketing, με πιθανή αξιοποίηση κρατικών επιδοτήσεων και δικαιωμάτων ρύπων του θερμοκηπίου;
Η απάντηση είναι θετική και η λύση βρίσκεται στη στοχευμένη και μεθοδική εφαρμογή της σύγχρονης τεχνολογίας. Ως απλό παράδειγμα, πρόσφατα, γνωστή εταιρεία μεταφορών εντός του λεκανοπεδίου, έπρεπε να αντικαταστήσει πέντε αυτοκίνητα του στόλου της. Προτείναμε να επιλεγούν αυτοκίνητα νέας τεχνολογίας φυσικού αερίου, με αύξηση του κόστους κτήσης κατά 1.500 ευρώ ανά αυτοκίνητο. «Όπερ και εγένετο» και το αποτέλεσμα είναι η μείωση του ενεργειακού κόστους μεταφορών κατά 30%. Έτσι με μια απλή και γρήγορη απόφαση της Διοίκησης είχαμε σημαντικότατο οικονομικό όφελος.
Όμως το θέμα είναι αρκετά σύνθετο και αυτό που προτείνουμε εμείς, οι μηχανικοί της Energy Project είναι η μέθοδος της «Σφαιρικής Διαχείρισης Ενεργειακής Δαπάνης», με την εφαρμογή της οποίας θα επιτευχθεί ο συγκεκριμένος σκοπός, που είναι η μείωση κατά 40% τουλάχιστον του ενεργειακού κόστους,
με ταυτόχρονη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και λοιπών αρνητικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Με τη μέθοδο αυτή ως εργαλείο, με την απαραίτητη συνδρομή του εξειδικευμένου ενεργειακού τεχνικού συμβούλου και ενδεχομένως με τη δημιουργία νέας εσωτερικής διεύθυνσης ενεργειακής επίδοσης, ώστε να επιτευχθεί συντονισμός όλων των εμπλεκομένων τμημάτων, η Διοίκηση κάθε επιχείρησης θα πρέπει να προχωρήσει στη χάραξη της δικής της ιδιαίτερης ενεργειακής πολιτικής, κινούμενη ταυτόχρονα στους εξής έξι άξονες:
Α) Έλεγχος της κατανάλωσης, με στόχο τη μείωση της σπατάλης ενέργειας
Β) Αντικατάσταση των υγρών καυσίμων από φυσικό αέριο
Γ) Παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με φωτοβολταϊκούς και αιολικούς σταθμούς, έως στο 50% της κατανάλωσης, κατ’ αρχήν σύμφωνα με την έννοια του «αυτοπαραγωγού», όπως ορίζεται στο Ν. 3468 / 2006
Δ) Μέτρηση και πιστοποίηση του αποτελέσματος των ανωτέρω δράσεων, σύμφωνα με το διεθνές και εθνικό πρότυπο ISO 50001: 2011 και παρουσίαση των δράσεων αυτών ως έργα εταιρικής ευθύνης
Ε) Βελτίωση του αποτυπώματος άνθρακα-αξιοποίηση δικαιωμάτων CO2
ΣΤ) Προσαρμογή στα τρέχοντα εθνικά και ευρωπαϊκά νομοθετικά πλαίσια -αποφυγή προστίμων.
Δημιουργώντας την κατάλληλη οργανωτική δομή και σύμφωνα με τα ανωτέρω, εξασφαλίζουμε τη βιωσιμότητα, ώστε να οδηγηθούμε στη συνέχεια στο νέο πρότυπο ανάπτυξης, της «Αειφόρου Ανάπτυξης». Η δοκιμασμένη πλέον τεχνολογία και η υπουργική απόφαση ΑΠΕΗΛ/Α/Φ1/οικ.24461 της 30/12/2014, επιτρέπει την επένδυση στο άμεσα εκμεταλλεύσιμο, ανεξάντλητο εγχώριο «κοίτασμα» ενέργειας που είναι το ηλιακό και αιολικό δυναμικό της χώρας, με συμψηφισμό παραγόμενης-αναλισκόμενης ηλεκτρικής ενέργειας (Net Metering). Έχοντας μελετήσει, κατασκευάσει και παρακολουθήσει δεκάδες έργα φωτοβολταϊκών σταθμών, γνωρίζω καλά ότι το κόστος για την παραγωγή 1 KWhr ηλεκτρικής ενέργειας είναι 0,08 ευρώ (κύκλος 20ετίας), ενώ η αγορά από τη ΔΕΗ 1KWhr κοστίζει τουλάχιστον 0,185 ευρώ. Είναι προφανές ότι μας συμφέρει να παράγουμε ό,τι καταναλώνουμε και είναι πλέον νομικά επιτρεπτό και τεχνικά εφικτό.
* Αναδημοσίευση από το τεύχος 49 του περιοδικού CSR Review.