Η έκδοση Απολογισμών Βιωσιμότητας είναι μια σχετικά πρόσφατη τάση διεθνώς, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει εδραιωθεί ως ένας βασικός τρόπος επικοινωνίας και αποτύπωσης των ενεργειών ΕΚΕ, ιδιωτικών και δημοσίων οργανισμών, βάσει μετρήσιμων δεικτών επίδοσης και συγκεκριμένων προδιαγραφών. Στην Ελλάδα η δύσκολη οικονομική συγκυρία που επικρατεί τα τελευταία χρόνια στη χώρα, έχει σαφώς επηρεάσει την ανάπτυξη της πρακτικής αλλά -ευτυχώς- μόνο σε ποσοτικό επίπεδο. Όσον αφορά την ποιότητά τους οι Απολογισμοί ΕΚΕ στην Ελλάδα βελτιώνονται σταθερά και συνεχώς, με αποτέλεσμα να έχουν εξελιχθεί σε εδραιωμένη πρακτική για τις επιχειρήσεις που ακολουθούν τον δρόμο της Αειφορίας.
Οι απολογισμοί αυξάνονται
Σύμφωνα με τη μελέτη «Εταιρική κοινωνική ευθύνη: πέρα από τη χρηματοοικονομική πληροφόρηση», η οποία αντλεί οικονομικά και επιχειρησιακά στοιχεία από την International Business Report (IBR) της Grant Thornton, παρατηρείται ότι ο αριθμός των επιχειρήσεων που δημοσιεύει Απολογισμούς ΕΚΕ αυξάνεται συνεχώς, ενώ η πλειονότητα αυτών θεωρεί ότι η δημοσίευση Ενιαίων Απολογισμών αποτελεί βέλτιστη πρακτική.
Σύμφωνα με την έρευνα της Grant Thornton, προς το παρόν, κάτω από το ένα τρίτο (31%) των επιχειρήσεων παγκοσμίως δημοσιεύουν Απολογισμούς Εταιρικής Υπευθυνότητας , είτε με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις σε μορφή ενιαίου εταιρικού απολογισμού είτε μεμονωμένα. Ωστόσο, κάποιες επιχειρήσεις σκοπεύουν (26%) να ξεκινήσουν την ανάπτυξη ενός Απολογισμού ΕΚΕ μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια. Άλλωστε, το 57% των ερωτηθέντων στην έρευνα συμφωνούν ότι η υποβολή εκθέσεων σχετικά με μη-οικονομικά θέματα,όπως η Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη και η Αειφόρος Ανάπτυξη, θα πρέπει να δημοσιεύονται μαζί με τα οικονομικά αποτελέσματα.
Η εικόνα στην Ελλάδα
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η έκθεση της Grant Thornton σημειώνει πως ποσοστό 30% των επιχειρήσεων αναφέρει ότι δημοσιεύει Απολογισμούς Βιωσιμότητας, με το 14% να δημοσιεύει ενιαίο εταιρικό απολογισμό μαζί με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, ενώ το 16% αναφέρει ότι δημοσιεύει μεμονωμένα. Σύμφωνα όμως με έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 2013 σε 41 χώρες παγκοσμίως από το διεθνή όμιλο εταιρειών KPMG στις 100 μεγαλύτερες εταιρείες (βάσει πωλήσεων) κάθε χώρας (συνολικό δείγμα: 4.100 επιχειρήσεις), προκύπτει, δυστυχώς, πως οι ευρωπαϊκές χώρες με τα χαμηλότερα ποσοστά δημοσίευσης Απολογισμών ΕΚΕ είναι η Ελλάδα (με 43% το 2013, έναντι 33% το 2011) και η Πολωνία (με 56% το 2013).
Γενικότερα, όμως, στην Ελλάδα οι απολογισμοί έχουν αυξηθεί σημαντικά από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 όταν ελάχιστοι εκδίδονταν. Στο πλαίσιο ωστόσο της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, παρατηρείται μείωση στον αριθμό των Απολογισμών Βιωσιμότητας που εκδόθηκαν για το 2011 και 2012, σε σύγκριση με το ιστορικά υψηλό επίπεδο του 2010. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση της ΕΥ “Sustainability Reporting in Greece” το 2012 στην Ελλάδα εκδόθηκαν 49 Απολογισμοί Βιωσιμότητας, συμπεριλαμβανομένων 2 Ενιαίων Απολογισμών (Integrated Reports).
Η βελτίωση της ποιότητας
Παρ’ όλα αυτά, η αύξηση του αριθμού των απολογισμών σε σχέση με την εικόνα πριν από δέκα χρόνια είναι σαφώς αδιαμφισβήτητη, ενώ η ποιότητα φαίνεται διαρκώς να βελτιώνεται στη χώρα μας, καθώς παρατηρείται μια σημαντική αλλαγή στην προσέγγιση των απολογισμών, από εργαλεία επικοινωνίας σε εργαλεία στρατηγικής βιωσιμότητας. Πρόκειται για μια διεθνή τάση, καθώς η έρευνα καταδεικνύει πως οι εκθέσεις βιωσιμότητας σε παγκόσμιο επίπεδο φαίνεται να προσεγγίζουν ένα σημείο καμπής, καθώς δεν περιορίζονται πλέον στους πρωτοπόρους, αλλά καθιερώνονται ως κυρίαρχη τάση. Σύμφωνα, μάλιστα, με τη μελέτη, το να μην αποφασίζει μια επιχείρηση να προχωρήσει στην έκδοση σχετικών απολογισμών, θα μπορούσε να έχει αρνητική επιρροή στην επίδοση, στη φήμη της, ακόμη και στην ικανότητά της να αντλήσει κεφάλαια.
Ακολουθώντας τις τάσεις
Πέρα από τη βελτίωση της ποιότητας των Εκθέσεων ΕΚΕ και η αύξηση του αριθμού των επιχειρήσεων που προχωρούν σε δημοσίευση Απολογισμού Αειφορίας στην Ελλάδα ακολουθεί την ευρύτερη τάση, που καταγράφεται σχετικάστην Ευρώπη, με τις απαραίτητες βέβαια προσαρμογές, που επιβάλλει η γενικευμένη οικονομική ύφεση των τελευταίων ετών. Σύμφωνα με την έρευνα της KPMG που αναφέρθηκε προηγουμένως, κατά το 2013, το 71% των εταιρειών του δείγματος δημοσιεύει Απολογισμούς Εταιρικής Ευθύνης (είτε μεμονωμένους είτε ενσωματωμένους στις ετήσιες οικονομικές τους εκθέσεις), έναντι ποσοστού 64% το 2011. Μάλιστα, μεταξύ των 250 μεγαλύτερων εταιρειών παγκοσμίως, το αντίστοιχο ποσοστό διαμορφώνεται σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα (93%). Τα υψηλότερα ποσοστά παρατηρούνται στην Αμερική (76%) και ακολουθεί η Ευρώπη με 73%. Στις χώρες της Ασίας- Ωκεανίας καταγράφηκε η μεγαλύτερη αύξηση τη διετία 2011-2013 (2013: 71%, έναντι 49% το 2011), ενώ η μελέτη καταδεικνύει σημαντική αύξηση του ποσοστού των εταιρειών που δημοσιεύουν Κοινωνικό Απολογισμό στις αναδυόμενες οικονομίες το 2013 σε σχέση με το 2011 (Ινδία: αύξηση κατά 53 ποσοστιαίες μονάδες, Χιλή: +46 μονάδες, Σιγκαπούρη: +37, Ταϊβάν: +19, Κίνα: +16).
Ανάλογη εικόνα προκύπτει και από τα στοιχεία της έρευνας της Grant Thornton ΙBR 2014, που καταδεικνύει πως σε παγκόσμιο επίπεδο οι επιχειρήσεις στη Λατινική Αμερική (46%) παραμένουν πιο πρόθυμες να παρέχουν στοιχεία για τις ευρύτερες επιπτώσεις των δραστηριοτήτων τους και ακολουθούν οι επιχειρήσεις στην περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού (33%), της Βόρειας Αμερικής (27%) και της Ευρώπης (26%). Μολονότι δεν παρατηρούνται αλλαγές στην Ευρώπη, τα ποσοστά στη Βόρεια Αμερική (+ 10 ποσοστιαίες μονάδες) και στην περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού (+ 8 ποσοστιαίες μονάδες) έχουν αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία τρία χρόνια.
Σύμφωνα με την εν λόγω μελέτη, οι επιχειρήσεις στην Ινδία (68%), στην Ολλανδία και στο Βιετνάμ (64% και στις δύο χώρες) βρίσκονται στις πρώτες θέσεις παγκοσμίως αναφορικά με τη δημοσίευση Απολογισμών ΕΚΕ, ενώ στις τελευταίες θέσεις κατατάσσονται οι επιχειρήσεις στην Εσθονία (6%), στη Σουηδία (13%) και στη Νέα Ζηλανδία (16%).
Όσον αφορά το 26% των επιχειρήσεων που δεν έχουν ακόμα δημοσιεύσει Απολογισμούς ΕΚΕ και αναμένεται να το πράξουν τα επόμενα πέντε χρόνια, τα στοιχεία της Grant Τhornton δείχνουν και πάλι πως το προβάδισμα διατηρούν οι επιχειρήσεις στη Λατινική Αμερική, με το Μεξικό (73%) και τη Βραζιλία (66%) να βρίσκονται στις πρώτες θέσεις.
Η αύξηση του ενδιαφέροντος
Σε μεγάλο βαθμό η εδραίωση της πρακτικής της Λογοδοσίας Αειφορίας οφείλεται στην όλο και μεγαλύτερη ανάγκη των ενδιαφερόμενων μερών για περισσότερη διαφάνεια από την πλευρά των επιχειρήσεων. Δεν είναι τυχαίο πως σύμφωνα με τα στοιχεία της τελευταίας έκδοσης του Κοινωνικού Βαρόμετρου «ΑSBI» της MEDA Communication, το 16,7% των πολιτών αναφέρει πως οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα σήμερα θα πρέπει να είναι διαφανείς στις επιχειρηματικές λειτουργίες και πρακτικές τους.
Παράλληλα, όσον αφορά τις πηγές που εμπιστεύονται περισσότερο οι πολίτες για την ενημέρωσή τους σχετικά με το κατά πόσον ένα προϊόν ή μια εταιρεία είναι περιβαλλοντικά και κοινωνικά υπεύθυνα/η, το 4,5% αναφέρει τους Απολογισμούς Βιωσιμότητας ή Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης των εταιρειών σε μια σαφή ένδειξη πως η Λογοδοσία Αειφορίας έχει αρχίσει να αφορά και να ενδιαφέρει μεγαλύτερο αριθμό ατόμων. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την ενσωμάτωση στοιχείων επίδοσης σχετικά με τη βιωσιμότητα στους οικονομικούς απολογισμούς των επιχειρήσεων εισηγμένων στο χρηματιστήριο, η αντίδραση από βασικά ενδιαφερόμενα μέρη όπως οι επενδυτές, είναι έντονη.
Το ζήτημα της νομοθεσίας
Σε αυτό το πλαίσιο, όπως σημειώνεται και σε σχετική πρόσφατη μελέτη της ICAP, όλο και περισσότερες κυβερνήσεις και χρηματιστηριακές αγορές εξετάζουν το ενδεχόμενο της νομοθετημένης υποχρέωσης εκπόνησης Απολογισμών Βιωσιμότητας, επιχειρώντας να ανταποκριθούν στις αυξανόμενες απαιτήσεις των ενδιαφερόμενων μερών. Καθώς η έκδοση Απολογισμών Βιωσιμότητας αποτελεί βασικό συστατικό της εταιρικής διακυβέρνησης, το θέμα νομιμοποίησής της εξετάζεται από διάφορες ρυθμιστικές αρχές διεθνώς, με κάποιες χώρες να έχουν ήδη κάνει το σχετικό βήμα. Είναι σαφές, άλλωστε, ότι τα ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά έκδοσης Απολογισμών Αειφορίας, που παρατηρούνται σε ορισμένες χώρες (π.χ. Γαλλία, Δανία, Ηνωμένο Βασίλειο αλλά και Ινδονησία ) οφείλονται και στη νομική υποχρέωση των μεγάλων εταιρειών (από την κυβέρνηση, τα χρηματιστήρια κλπ.) για τη δημοσίευση εκθέσεων αναφοράς για την Εταιρική Ευθύνη. Η Δανία (1997) ήταν η πρώτη χώρα που εισήγαγε νομοθεσία για υποχρεωτική έκδοση Απολογισμών Βιωσιμότητας. Ακολούθησαν και άλλες χώρες όπως οι Σουηδία, Αυστραλία, Αυστρία, Καναδάς, Κίνα, Γαλλία, Γερμανία, Ινδονησία, Ιταλία, Μαλαισία, Ολλανδία, Νορβηγία, Πορτογαλία και Ηνωμένο Βασίλειο.
Το μέλλον στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, η υφιστάμενη νομοθεσία δεν επιβάλλει στις επιχειρήσεις να εκδίδουν Απολογισμούς Βιωσιμότητας, δεν αναφέρεται στην ποιότητα του περιεχομένου των απολογισμών ούτε υποχρεώνει τη χρήση συγκεκριμένου προτύπου ή/και εξωτερικού ελέγχου. Σε ένα γενικότερο πλαίσιο, η ελληνική νομοθεσία καλύπτει διακριτούς τομείς της ΕΚΕ, όπως υγιεινή και ασφάλεια, ανθρώπινα δικαιώματα και συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Η μόνη σχετική νομοθεσία είναι η μεταφορά της Ευρωπαϊκής Οδηγίας Εκσυγχρονισμού (2003/52/EC) στο Εθνικό Δίκαιο με το Νόμο 3487/06. Η νομοθεσία αυτή θεσμοθετεί υπέρ της διαφάνειας και του ελέγχου των εταιρικών οικονομικών δεδομένων και υποχρεώνει οργανισμούς εισηγμένους στο χρηματιστήριο να δημοσιοποιούν τους κινδύνους που συνδέονται με τα πάγια στοιχεία του ενεργητικού, ενώ επίσης υποχρεώνει τις ρυθμιστικές αρχές να αξιολογήσουν τους αναφερόμενους αυτούς κινδύνους.
Τα πράγματα, όμως αλλάζουν και στη χώρα μας και σε συνδυασμό με τα μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης που υπάρχουν για τις πρακτικές ΕΚΕ στην ελληνική επιχειρηματική σκηνή, μάλλον επιτρέπει την πρόβλεψη πως οι Απολογισμοί ΕΚΕ πρόκειται να αυξηθούν και να βελτιωθούν περαιτέρω τα επόμενα χρόνια. Τις εξελίξεις σε μεγάλο βαθμό αναμένεται να καθορίσει η Οδηγία στην οποία κατέληξαν -με καθοριστική συμβολή της Ελληνικής Προεδρίας- το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που υποχρεώνει μεγάλες εταιρείες και τους επιχειρηματικούς ομίλους να δημοσιοποιούν στο εξής, εκτός από τους ισολογισμούς τους, και στοιχεία Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης. Τέτοια στοιχεία σχετίζονται με τη δραστηριότητά τους στους τομείς της προστασίας του περιβάλλοντος, της κοινωνικής πολιτικής, της καταπολέμησης της διαφθοράς και της δωροδοκίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου, καθώς και σχετικά με την ηλικία, το φύλο, το μορφωτικό επίπεδο και τα επαγγελματικά προσόντα των μελών των οργάνων διοίκησής τους.
Με την οδηγία αυτή η Ευρωπαϊκή Ένωση εκσυγχρονίζει το νομοθετικό της πλαίσιο για την ενίσχυση της διαφάνειας και λογοδοσίας εταιρειών δημοσίου συμφέροντος που απασχολούν περισσότερους από 500 εργαζομένους και οι οποίες υπολογίζονται σε περίπου 6000 σε ολόκληρη την Ε.Ε. Ως εταιρείες δημοσίου συμφέροντος ορίζονται οι εισηγμένες σε χρηματιστήρια, οι τράπεζες, οι ασφαλιστικές εταιρείες, καθώς και όσες έχουν σημαντικό δημόσιο ρόλο εξαιτίας του μεγέθους του κύκλου των εργασιών τους και του εταιρικού τους κύρους. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής των νέων κανόνων, αλλά υπάρχει η ελπίδα πως η εν λόγω οδηγία θα οδηγήσει σε εκκίνηση μιας συζήτησης σε εθνικό επίπεδο αναφορικά με την ευρύτερη υιοθέτηση της πρακτικής έκδοσης Απολογισμών Βιωσιμότητας, ειδικά μεταξύ των ΜμΕ.
Μια συζήτηση που κατά τη γνώμη μας έχει ήδη ξεκινήσει με τη σημαντική προσπάθεια της ανάπτυξης Εθνικού Σχεδίου Δράσης για την ΕΚΕ από τη Γενική Γραμματεία Εμπορίου του Υπουργείου Ανάπτυξης μέσα από διαδικασίες δημόσιας διαβούλευσης και αξιοποίησης της εμπειρίας των ειδικών του χώρου. Η διαμόρφωση μιας εθνικής στρατηγικής για την ΕΚΕ, αν και έχει τύχει των συνηθισμένων «ελληνικού τύπου» καθυστερήσεων και επηρεάζεται σαφώς και από τις πολιτικές εξελίξεις του τελευταίου διαστήματος, αποτελεί οπωσδήποτε βήμα προς την κατεύθυνση αυτή και σίγουρα θα συμβάλλει σημαντικά και στην ανάπτυξη σε κάθε επίπεδο της Λογοδοσίας Αειφορίας στην Ελλάδα.
*Το παρόν αποτελεί αναδημοσίευση από το τεύχος 49 του περιοδικού CSR Review.