Ολοκληρώθηκε ο δεύτερος κύκλος «ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ LAB» της Ελληνικής Εταιρίας Προστασίας της Φύσης, με το θέμα «Ακραία Καιρικά Φαινόμενα και Διαχείριση Κρίσεων» και ομιλητές τον κ. Άγι Τσουρό, Διεθνή σύμβουλο πολιτικής υγείας ΠΟΥ, κρατών και πολεων, εντεταλμένο καθηγητή παγκόσμιας υγείας στο Πανεπιστήμιο Βοστώνης, τον κ. Δημοσθένη Σαρηγιάννη, Διευθυντή και Πρόεδρο του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, τον κ. Χρήστο Χατζηχριστοδούλου, Πρόεδρο του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ) και καθηγητή Υγιεινής και Επιδημιολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και την κ. Χαρά Μπογογιαννίδου, υποψήφια Διδάκτωρα Εργαστηρίου Υγιεινής και Επιδημιολογίας του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
O κ. Δημοσθένης Σαρηγιάννης μίλησε για τους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής και τις επιπτώσεις της.
Σύμφωνα με στοιχεία:
- Από το 2000, οι καταστροφές που σχετίζονται με τις πλημμύρες έχουν αυξηθεί κατά 134% σε σύγκριση με τις δύο προηγούμενες δεκαετίες (WMO).
- Ο αριθμός και η διάρκεια των ξηρασιών αυξήθηκανεπίσης κατά 29% κατά την ίδια περίοδο
- Οι κίνδυνοι ξηρασίας και πλημμύρας, και οι συναφείς κοινωνικές επιπτώσεις, προβλέπεται να αυξηθούν περαιτέρω με κάθε βαθμό υπερθέρμανσης του πλανήτη
«Η κλιματική κρίση είναι εδώ και χτυπάει έντονα και με επαναληψιμότητα χώρες στην εύκρατη ζώνη του πλανήτη όπως η Ελλάδα. Αυτό επιτείνεται από την ανεπάρκεια υποδομών και συνειδητοποίησης της διασύνδεσης ανάμεσα στην περιβαλλοντική επιβάρυνση και τη δημόσια υγεία στη χώρα μας. Σε αυτό το πλαίσιο, εις οιωνός άριστος, η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή με καινοτόμες λύσεις και στοχευμένες δράσεις έρευνας και ανάπτυξης ώστε να προλαμβάνουμε τις εξελίξεις και να αυξάνουμε την ανθεκτικότητα της κοινωνίας και της οικονομίας μας.»
Ακόμη, ανέφερε πως η κλιματική αλλαγή επηρεάζει βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα την ανθρώπινη σωματική και ψυχική υγεία, αλλά η ολοκληρωμένη αποτίμηση των επιπτώσεων απαιτεί συνθέτες αναλύσεις στον άνθρωπο και στο περιβάλλον. Καθώς οι κοινωνικοί παράγοντες λειτουργούν ενισχυτικά στην εκδήλωση των επιπτώσεων, η άμβλυνση των ανισοτήτων μπορεί να οδηγήσει σε μείωση του ευρύτερου κοινωνικο-οικονομικού κόστους.
Περνώντας στο παράδειγμα της Θεσσαλίας, που σε διάστημα 2 μηνών βίωσε τις επιπτώσεις ακραίων καιρικών φαινομένων, τόσο πυρκαγιάς όσο και πλημμύρας, με τους μηχανισμούς που αναλύθηκαν εντοπίστηκε κίνδυνος πολλαπλών επιπτώσεων τόσο στο περιβάλλον όσο και στην υγεία.
Για την πρόληψη και τον μετριασμό των δυσμενών επιπτώσεων στην υγεία, τόνισε πως απαιτούνται στρατηγικές που θα δρουν προληπτικά και θα καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα πρωτοβουλιών σε:
- Εκπαίδευση και κατάρτιση
- Ανάπτυξη στοχευμένης πολιτικής
- Σχεδιασμό υποδομών
Τέλος, ανέφερε πως στην Ελλάδα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στα μέτρα προσαρμογής και μετριασμού των επιπτώσεων και στην αναζήτηση βέλτιστων λύσεων με πολλαπλά οφέλη στην υγεία, το περιβάλλον, την κοινωνία και την οικονομία, ενώ υπογράμμισε την ανάγκη δημιουργίας ολοκληρωμένων συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης.
Η κ. Χαρά Μπογογιαννίδου αναφέρθηκε στο παράδειγμα της Θεσσαλίας μετά τις πλημμύρες και επισήμανε την πολυπλοκότητα της κατάστασης που έπρεπε να αντιμετωπιστεί. Βασικό θέμα ήταν η μόλυνση των υδάτων από νεκρά ζώα που δεν μπορούσαν να απομακρυνθούν, από την καταστροφή των συστημάτων βιολογικού καθαρισμού και από προβλήματα στις πηγές και τα δίκτυα ύδρευσης. Οι μεγάλοι όγκοι στάσιμων νερών δημιούργησαν το ευνοϊκό περιβάλλον για την ανάπτυξη κουνουπιών, δημιουργώντας κίνδυνο μετάδοσης λοιμωδών νοσημάτων. Ακόμη, ο συγχρωτισμός ανθρώπων σε πρόχειρους καταυλισμούς/δομές φιλοξενίας και ο μεταπλημμυρικός καθαρισμός των χώρων δημιούργησαν κίνδυνο για λοιμώξεις αναπνευστικού, τροφιμογενή νοσήματα, λεπτοσπείρωση, τέτανο κ.ά.
Για να αντιμετωπίσουμε τέτοιες προκλήσεις για τη Δημόσια Υγεία στην Ελλάδα, επισήμανε πως χρειάζεται μακροπρόθεσμος στρατηγικός σχεδιασμός και αναλυτικό επιχειρησιακό σχέδιο, συνεργασία, ενότητα και αλληλεγγύη.
Ο κ. Χρήστος Χατζηχριστοδούλου τόνισε πως για να διασφαλίσουμε την στήριξη των ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού από τις συνέπειες των ακραίων φαινομένων, πρέπει να δρούμε προληπτικά και να αυξήσουμε την ανθεκτικότητά τους πριν αυτά συμβούν, ενώ κατά τη διάρκεια μιας φυσικής καταστροφής πρέπει να είναι οι πρώτες που θα τύχουν ιδιαίτερης προσοχής.
Όσον αφορά την διαχείριση των καταστροφών σε περίπτωση μελλοντικών ακραίων καιρικών φαινομένων, υποστήριξε πως είναι απαραίτητη:
- η ύπαρξη εξοπλισμένων και επανδρωμένων Περιφερειακών Εργαστηρίων Δημόσιας Υγείας σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας, και
- η ύπαρξη σχεδίων ετοιμότητας και απόκρισης
«Ήταν ένα εξαιρετικά περίπλοκο θέμα Δημόσιας Υγείας το οποίο περιελάμβανε πρόληψη υδατογενών νοσημάτων (πόσιμο νερό και νερά αναψυχής), τροφιμογενών νοσημάτων, νοσημάτων του αναπνευστικού συστήματος, νοσημάτων που μεταδίδονται μέσω διαβιβαστή, νοσημάτων λόγω επαφής με το νερό κ.ά., και χρειαζόταν συντονισμός πολλών συναρμόδιων φορέων. Εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα. Πολύ σημαντική η συμβολή του ΠΕΔΥ Θεσσαλίας, του ΕΟΔΥ και των άλλων φορέων Δημόσιας Υγείας της Περιφέρειας και του Υπουργείου Υγείας στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων των πλημμυρών. Επίσης, πολύ σημαντική η συμβολή των εθελοντών και η αλληλεγγύη προς τους κατοίκους των περιοχών που επλήγησαν.»
O κ. Άγις Τσουρός τόνισε ότι η μεθοδολογία για τη διαχείριση των κρίσεων πρέπει να περιλαμβάνει ετοιμότητα, δυνατότητα μετριασμού των επερχόμενων κινδύνων και των επιπτώσεών τους, συστήματα ανταπόκρισης και σχέδια ανάκαμψης.
Λέξη-κλειδί που προέκυψε ως μάθημα από την πανδημία αλλά και από την εμπειρία άλλων καταστροφικών συμβάντων που ακολούθησαν είναι η ανθεκτικότητα των δομών και της κοινωνίας. Όπως εξήγησε, η διαχείριση των κρίσεων στο μέλλον προϋποθέτει μια κοινωνία η οποία έχει γνώση, εμπλέκεται και συμμετέχει στη λήψη αποφάσεων, στον σχεδιασμό και την αξιολόγηση, και έχει τις δεξιότητες να ανταπεξέλθει σε αυτά που μπορεί να συμβούν.
«Η κλιματική κρίση και οι ολέθριες συνέπειές της αποτελούν μια πραγματικότητα που βιώνεται ήδη σε κάθε γωνιά του πλανήτη μας. Πρέπει να επενδύσουμε στην ετοιμότητα όπως το κάνουμε με την άμυνα της χώρας μας. Ετοιμότητα σημαίνει προνοητικότητα και ικανότητα ανταπόκρισης και αποκατάστασης πάντα με ιδιαίτερη έννοια για τις ανάγκες των πιο ευάλωτων πληθυσμών.»
Ακόμη, ανέφερε πως πρέπει να απαιτούμε από τις κυβερνήσεις να λάβουν τις απαραίτητες αποφάσεις και να τις υλοποιήσουν με σοβαρότητα, σχεδιασμό, ασκήσεις, επένδυση πόρων και κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό. Όμως, επισήμανε πως:
- δεν αρκούν οι κεντρικοί μηχανισμοί και πρέπει να δρούμε τοπικά
- πρέπει να παίρνουν πρωτοβουλίες οι Περιφέρειες και οι Δήμοι
- πρεπει να υιοθετούνται καλές πρακτικές και τεχνολογίες, όπως για παράδειγμα εφαρμογές με τεχνητή νοημοσύνη, που βοηθούν στην πρόβλεψη και αντιμετώπιση των ακραίων καιρικών φαινομένων ή στη διαχείριση των καταστροφών την ώρα που συμβαίνουν.